Σάββατο 4 Μαΐου 2024

 

                Διήγημα


 

                                      Ο  Ανθόλαος

  

                                 Του Παναγιώτη   Αντωνόπουλου

 

 

      Ένας ανεπαίσθητος ήχος τράβηξε την προσοχή του Ανθόλαου, που ξαπλωμένος κάτω από το χαμηλό ξύλινο καλύβι, διάβαζε λαίμαργα τους << Άθλιους >> του Β. Ουγκώ και τον έκανε να πεταχτεί και να ταλαντευτεί σαν εκκρεμές στον αέρα. Κι αμέσως είδε δυο χωροφύλακες να ορμούν σαν πεινασμένα τσακάλια και να του περνούν τις χειροπέδες στα χέρια.  Ένας οξύς πόνος τον διαπέρασε στην καρδιά και για δευτερόλεπτα σκέφτηκε πως η σύλληψή του ήταν ψέμα.  Γρήγορα όμως σαν άστραψαν στα μάτια του τα δυνατά χαστούκια των μπράβων της εξουσίας κατάλαβε πως η ζωή του τελείωνε. Και χωρίς αντίσταση παραδόθηκε στο τέρας που με τη μύτη της ξιφολόγχης χάραζε τα κορμιά των ελλήνων και τα γέμιζε πληγές στα μπουντρούμια και στις φυλακές.  

     --- Συμφορά μου! φώναξε πίσω του η μάνα του και όρμησε σαν άγρια λέαινα να ξεσχίσει με νύχια και με δόντια τους βασανιστές του γιου της. Αυτοί την έσπρωξαν με τα γκλομπς, την ξάπλωσαν κάτω κι έφυγαν.

     Μαζί τους κατέβηκαν αμέσως στην πόλη και τα ξυράφια του χωριού να τον σώσουν! Ο πρόεδρος, ο δάσκαλος, ο παπάς, ο ψάλτης και ο αγροφύλακας. Όλοι τους  υπηρέτες πολλών αφεντάδων και πολλών δοσίλογων. Του κάκου όμως! Η αδίστακτη εξουσία του διοικητή της αστυνομίας τους δέχτηκε με νύχια που έσταζαν αίμα. Στο σώμα του Ανθόλαου οι νωπές πληγές άχνιζαν αίμα ζεστό και πόνο. Οι φωνές του έσχιζαν τις καρδιές σαν κοφτερά γυαλιά και η χλωμή ώρα που έπαιρνε της μορφή της Μέδουσας έσταζε δηλητήριο εθνικό.

     --- Καλά να πάθει! τους είπε ο αστυνόμος, αφού προτιμούσε τα κόκκινα παιχνίδια από τα εθνικά στρόλια!

     Έφυγαν με το κεφάλι γερμένο, ντροπιασμένοι για την  ήττα τους αλλά και με την υποκρισία να βασιλεύει στα μάτια τους με το βλέμμα της έχιδνας.  Στα παράθυρα όλοι οι Φαρισαίοι του χωριού, ψιθύριζαν μετά τη σύλληψή του:

      --- Το μάθατε;

      --- Ποιο;

      --- Αυτό με τον Ανθόλαο! Τον  έπιασαν! Τον πήγα στο φρέσκο! 

      --- Γιατί; Σφάχτηκε με κανέναν;

      --- Όχι. Ήταν λένε κομμουνιστής!

     --- Κομμουνιστής;

     --- Ναι, κομμουνιστής!

     --- Και τι έκανε;

     --- Βαστούσε ένα δεφτέρι γραμμένο όλο με επικίνδυνα ρητά. Να τέτοια: << Η κόκκινη επανάσταση φτάνει >>, << προλετάριοι όλης της γης ενωθείτε! >>, << πότε θα κάνει ξαστεριά >>, << ένα το χελιδόνι κι η άνοιξη ακριβή >>, << ο σοσιαλισμός θα σώσει τον κόσμο >> κι άλλα πολλά.

     --- Και τι κακό είχαν αυτά;

     --- Τίποτα. Προφάσεις για να τον χώσουν μέσα.

     Όλοι κάτι είχαν να πουν για τον Ανθόλαο κι όλοι τον θαύμαζαν. Τέτοιους λεβέντες λίγους γεννά η φύση.  Τον έφτυναν για να μην το ματιάσουν για την εξυπνάδα του, τον χαίρονταν για το κοφτερό μυαλό του,  και τον θαύμαζαν για τη λυγεράδα και τη δύναμη του κορμιού του. Πουλιά έπιανε στον αέρα, ψύλλους πετάλωνε και κανένας κανόνας της γραμματικής δεν του ξέφευγε. Όμως του έκοψε το βήχα της προόδου ο καθηγητής των θρησκευτικών  και τον έστειλε από τον παράδεισο της γνώσης σ’ εκείνον της αμαρτίας της κόλασης.

     Ακόμη λίγο και θα κέρδιζε στο στούμπο το Μήτσο της Σοφούλας ο Ανθόλαος όταν τον άρπαξε απ’  σβέρκο ο Φαρισαίος δάσκαλος κι αφού τον χαστούκισε του είπε με φωνή που έμοιαζε με ουρλιαχτό:

      --- Αύριο τα λέμε!

     

 

 

                                               = = =

 

 

     --- Κηρύσσω την έναρξη της απαγγελίας του << Πάτερ ημών >> ακούστηκε την άλλη μέρα στην τάξη η φωνή του θεολόγου καθηγητή και κοίταξε τον Ανθόλαο με βλέμμα ύαινας.  Ύστερα είπε: Ανθόλαος Σγουρίτσας του Ελέημονος και της Λεμονιάς απάγγειλε πρώτος!

     Σηκώθηκε και ο Ανθόλαος και άρχισε φοβισμένος:

     --- Πάτερ ημών ο εν τοις ουρανοίς, αγιασθήτω το όνομά σου, παρελθέτω η αδικία σου, γεννηθήτω το κατόρθωμά σου ως εν ουρανώ και επί της γης. Τον άρτον ημών τον κουμούτσιον πάρ’ τον από τους πλούσιους και δος ημίν σήμερον και αύριο και μεθαύριο και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.

     Έμεινε ο σοφός καθηγητής!

     --- Λες ανοησίες, μπολσεβίκε! Έξω γρήγορα!  του φώναξε και του έδειξε την πόρτα.

     --- Χάσου εσύ και το πανεπιστήμιό σου! του είπε και ο Ανθόλαος και πετάχτηκε από την πόρτα σαν πυροβολημένος.

                                                 = = =

 

 

     Από τότε χάθηκε ο Ανθόλαος. Πιλάλαγε μέσα στα χωράφια σβαρνίζοντας με τα πόδια του τις ξερές μάτζες, μετρώντας τα τσιμπήματα που του έκαναν στις κνήμες οι σφήκες και επουλώνοντας με σβουνιές τις πληγές που του άνοιγαν οι στουρναρόπετρες και οι άπονες αφαλαρίδες. Έδιωξε και το βιβλίο από την κωλότσεπη κι έβαλε το σουγιά. Έπιασε φίλο το τσιγάρο, στέλνοντας τα γράμματα και τη μόρφωση στο διάβολο. Ακόμη αριστέρεψε, ξέχασε τον ελληνισμό και σύμφωνα με τις κακές γλώσσες έγινε μπολσεβίκος. Κι αυτά τα έλεγαν οι εθνικόφρονες και υπαινίσσονταν πως σκοπεύει να φέρει την πατρίδα τούμπα αφού και για τη θρησκεία δεν έδινε έναν παρά αλλά και για την οικογένεια δεν ενδιαφερόταν. Επίσης ψιθύριζαν πως ζητούσε να κρεμάσει στη θέση της γαλανόλευκης την κοκκινοκουρελού του Στάλιν. Έτσι του έφτιαξαν φάκελο, κατέγραφαν τη δράση του και τον κατασκόπευαν ανελλιπώς όλη μέρα. Και όταν έκριναν με τον καιρό πως έγινε  επικίνδυνος για το καθεστώς έδωσαν το πράσινο φως στους μπάτσους τους και τον συνέλαβαν!  Τον πέρασαν από το στρατοδικείο και τον καταδίκασαν για << παράνομες πράξεις κατά του καθεστώτος >> και τον έκλεισαν για πέντε χρόνια στο στρατόπεδο της Γυάρου και δυο στις φυλακές της Κασσανδρίας. Εκεί έμαθε πως οι σωτήρες του αυνανίζονταν σ’ ένα ζωγραφισμένο πουλί με γραμμένο στα πόδια του το τρίπτυχο, Ελλάς, Ελλήνων, Χριστιανών!

 

                                              = = =

 

     Πέρασε ο καιρός, βγήκε από τη φυλακή, και γύρισε στο χωριό, αφήνοντας πια για τη μνήμη του τη ματωμένη εξορία. Έπιανε μόνιμα καρέκλα στου Ψαρούλια τον καφενέ κι άδειαζε  τα κρασοπότηρα το ένα πίσω απ’  τ’  άλλο. Του έφερνε και ο καφετζής μια σαρδέλα στο χαρτί και του έλεγε σαν την έβαζε μπροστά του:

     --- Φάε και πιες, Ανθόλαε και γράφ’ τους εκεί που ξέρεις! 

      Αυτός την τεμάχιζε με το σουγιά κι έτρωγε. Έπινε ύστερα τα ποτηράκια του και αφού τα έτσουζε, αρχινούσε:

     --- Που λέτε τσίφτηδες, εκεί στη φυλακή όλα τα αλάνια ήταν εξηγημένα. Μου φέρονταν όμορφα, με φίλευαν τσιγάρα, φωτιά, τράπουλα, ξυράφια, μού πάσαραν χαρτί και μολύβι να γράφω τους στίχους μου για να φέρω στο φως  τα βάσανα της φυλακής.

     Ύψωνε το ποτήρι, έλεγε άηχα, << εσείαν >> και συνέχιζε:

      --- Ήταν κι ένας νησιώτης, άσχημος με κεφαλή ταύρου που τραγουδούσε ολημερίς καλλίφωνα. Έπαιζε και μπαγλαμά, αιωνία του η μνήμη! Αυτός λοιπόν ο καλλιτέχνης, ήρθε ένα βράδυ και κάθισε δίπλα στο προσκεφάλι μου. << Το πρωί >> μου είπε με φωνή πνιγμένη στο φόβο, << Ανθόλαε δε θα με βρει! Σου χαρίζω το μπαγλαμαδάκι μου να το παίζεις όταν οι μέρες και οι νύχτες σας τρυπάνε με τα σουβλιά τους για να διασκεδάζετε! Δεν αντέχω άλλο εδώ μέσα! Το πήρα απόφαση να σβήσω τα υπόλοιπα κεράκια μου! >>   Δεν τον πίστεψα και γέλασα. Να, όμως που το πρωί τον βρήκαμε κρεμασμένο μ’ ένα σύρμα απ’ τη σωλήνα της βρύσης.

    Έμπαινε και η γουστερίτσα η Ελάη μέσα στον καφενέ μέρα παρά μέρα και τον έκανε μπαρούτη.  Ερχόταν με τον μπότη να πάρει κρασί και του άναβε φωτιές που έκαιγαν μερόνυχτα. Άφηνε το κομπολόι του πάνω στο τραπέζι ο Ανθόλαος και την πλησίαζε. Γονάτιζε μπροστά της και σαν ζεσταινόταν η καρδιά του από τη θέρμη του κορμιού της, της έλεγε με ποιητικό οίστρο:

    --- Γιατί μ’ αποφεύγεις αστροφεγγιά μου;

    Έσκυβε εκείνη τον κοίταζε στα μάτια και του ψιθύριζε:

     --- Δεν τα  ‘παμε; Είσαι επικίνδυνος!

     --- Εγώ; Μυρμήγκι δε ζουπώ! τραύλιζε εκείνος και άπλωνε το χέρι του ν’ αγγίξει το δικό της.

     --- Το λένε, όλοι πως μπολσεβίκεψες! του έλεγε και τραβιόταν από κοντά του.

     Σερνόταν ο Ανθόλαος στα γόνατα και την κυνηγούσε ενώ της μιλούσε με παράπονο, λέγοντάς της:

     --- Και είμαι κακός;

     Σήκωνε αυτή τους ώμους και του ψέλλιζε αδιάφορα:

     --- Τι ξέρω εγώ! Έτσι λένε…

     Έφευγε η Ελάη με τον μπότη στην μασχάλη, έμενε ο Ανθόλαος καθώς λέει και ο ποιητής των Ελλήνων << μισός κερί, μισός φωτιά >>. Σκόρπιζαν σιγά- σιγά και οι πότες κι απόμενε ολομόναχος με τον καφετζή.

  

 

                                             = = =

 

 

    Έτσι ζούσε πια ο Ανθόλαος. Με το μπουκάλι γεμάτο αλκοόλ στο χέρι και τα γένια του πάντα κρασωμένα. Ασκητής και διακονιάρης, ξεπορτισμένος και ξεμοναχιασμένος, έρημος  και πένης. Από κοντά και η Άτροπος που φαίνεται τον  λυπήθηκε και αποφάσισε να του κόψει το νήμα απ’ το κουβάρι της ζωής, στέλνοντάς τον στον τόπο το χλοερό να βρει την ησυχία του.

     Μεγαλοσαββατιάτικα μπήκε να πιει. Ήταν η τελευταία του Ανάσταση και η τελευταία του οινοποσία! Ήπιε, ήπιε του σκασμού και σαν έγινε σκνίπα και ζαλίστηκε απόμεινε στην καρέκλα ασάλευτος να ονειρεύεται τη χαμένη του ζωή. Η εκκλησία σχόλασε και ο κόσμος έτρεχε στα σπίτια να γευτεί τη μαγειρίτσα, να τσουγκρίζει τα κόκκινα αυγά και να ευχηθεί ασπαζόμενος αλλήλους, το << Χριστός Ανέστη >>. Είδε όλο αυτόν τον κόσμο ο Ανθόλαος και σηκώθηκε να πάει στο δικό του σπίτι. Λίγα μέτρα όμως πιο κάτω δεν είδε το ξεχασμένο βίντζι έξω από του Λυμπέρη το λιτρουβειό και σφηνώθηκε πάνω του. Χτύπησε στο κεφάλι και τα γρανάζια του τροχού του το ‘καναν σάψαλο.

      Ένας χριστιανός περαστικός με τη λαμπάδα στο χέρι, τον είδε κάτω αιμόφυρτο κι έσκυψε πάνω του. Με φωνή ύστερα σβηστή, φώναξε στο διπλανό του:

      --- Σκοτώθηκε! Οχ, πάει ο έρημος!

      --- Τζάμπα πήγε! είπε ο άλλος. Να έλειπε το βίντζι!  Σκουριά ήταν και τίποτ’ άλλο! Τι τ’  άφησαν εδώ!

     Από το ναό της Παναγίας η φωνή του παπά ακουγόταν να ψέλνει: << Χριστός Ανέστη εκ νεκρών! >>

     Πιο πέρα από το νεκρό Ανθόλαο οι ευχές έπαιρναν κι έδιναν:

     --- Χριστός ανέστη!

     --- Αληθώς Ανέστη!

     Τους άκουγε ο γονατισμένος και τους φώναξε πιάνοντας το χέρι του νεκρού:

     --- Τι Αληθώς Ανέστη, χριστιανοί μου; Αληθώς απέθανε να λέτε! Δεν τον βλέπετε που είναι νεκρός;

    Στράφηκαν όλοι και κοίταζαν το νεκρό Ανθόλαο.  << Αληθώς εστί! Είναι νεκρός ! >> ψέλλισαν με μια φωνή κι έκαναν το σταυρό τους.

    Ενώ τον έφερναν στο σπίτι για να τον ετοιμάσουν για την ταφή από ένα παράθυρο η φωνή του λαϊκού ποιητή που ακούστηκε να ψέλνει τον αυτοσχέδιο και παραφρασμένο στίχο, έλεγε:

     --- Έφριξεν η γη και ο ήλιος Ανθόλαε, εκρύβη!

         ellinikoxronografima.blogspot.gr

 

    

 

                                     Χρονογράφημα

 

                                                  Χαστούκια


                                            

                                          Του  Παναγιώτη  Αντωνόπουλου

 

 

            Κάθε μέρα μια ολοδάκρυτη αυγούλα μας βρίσκει μ’ ένα ματσάκι αγριανθούς στο βαζάκι μας. Οι μεγάλες μας χαρές έγιναν Άρπυιες, η τσέπη μας τρύπησε, οι Τροϊκανές υποσχέσεις  πάνε κι έρχονται σε ατραπούς σκοτεινούς που συναντούν το Μερκέλιο Λαβύρινθο. Ούτε πιστεύουμε σε τίποτα, ούτε περιμένουμε κάτι, ούτε ελπίζουμε. Η καρδούλα μας τσόφλι, στοιχειά και δράκοι σχίζουν τα σωθικά μας, το λιγοστό πλιγούρι μας το αρταίνουμε με μούργα Μεσσηνίας. Στην τηλεόραση κόρσες αναύχενες μας ραντίζουν με εντομοκτόνα λόγια, φουσκωτοί πολιτικοί πετεινοί λαλούν και φλυαρούν ακαταπαύστως, επιτετραμμένοι θαυματοποιοί σγαρλίζουν μια κουτσουλιά στο κοτέτσι του υπουργού των οικονομικών και τη βαπτίζουν, ανάπτυξη.  Κι εσύ φουκαρά Έλληνα ραγιά κάθεσαι σταυροπόδι κοντά στο σβηστό παραγώνι σου και σκέφτεσαι. Τι σκέφτεσαι;  Τα χαστούκια που έχεις φάει, αυτά που τρως και τα άλλα που θα φας!

            Έλληνα οσφυοκάμπτη, σ’ έχουν τουλουμιάσει στο ξύλο κι έχεις φάει χαστούκια από τον πατέρα σου, τον παπά, το δάσκαλο, το μαθηματικό, την πρώτη  ροδούλα αγάπη σου που της άγγιξες τις μελιχρές ρόγες της, το λοχία, τον πιράνχας εργοδότη σου, την αόμματη γριά εφορεία, από τον επιτάφιο θρήνο σου για το απολωλός κουμούτσι σου.  Και συνεχίζεις να τρως από ευρωπαίους τσαρλατάνους που οδοιπορούν στη γαία σου και σου τάζουν λαγούς με πετραχήλια,  από εργολάβους που έχουν βίλες με κήπους γεμάτους με αργυρές αγράμπελες, από τριακόσιους κροίσους και ολίγιστους της βουλής.

          Τουλάχιστον ν’ άξιζε κάποιο χαστούκι να σε αφυπνίσει, όπως συνέβη στον γράφοντα σβουριγμένο  από το φιλόλογό του σε παρελθόντα χρόνο και τώρα  που το αναμιμνήσκω λέω χαλάλι του, δε μου σβούριζε κι άλλο ένα!  << Μήνιν άειδε, θεά, πηληϊάδεω Αχιλήος ουλομένην, η μυρί Αχαιοίς άλγε’ έθηκε… >> διάβασε και μου ζήτησε τη μετάφραση. << Ψάλλε, θεά τον τρομερό θυμόν του Αχιλλέα, πως έγινε στους Αχαιούς αρχή πολλών δακρύων… >>  απόδωσα  και χάρηκα.  << Αχιλλέα; είπες; >> φώναξε και μου άστραψε χαστούκι ισχύος πολλών μεγατόνων στο σβέρκο που κόντεψε να μου ξεκολλήσει το κεφάλι. << Αχιλλέως… ως… ως… ως… είναι η αρχαιοπρεπής κατάληξη και όχι ααααααα! όπως η δική σου η μαλλιαρή, ανάγωγε!>> Και με παιδαγωγικό οίστρο   μου κόλλησε το μούτρο στο βιβλίο.

               Αφυπνίστηκα. Το δώδεκα το έκανα δεκαεφτά. Όμως! Άλλο το χαστούκι του φιλόλογου κι άλλο του Τυφώνα καπιταλισμού. Ένα αν φας από το χέρι τούτου του τέρατος δε θέλεις δεύτερο! Κολλάς τη μούρη σου στη λάσπη και δε σηκώνεσαι! Μένεις εκεί και δεν ξεκολλάς!  Όπως τώρα, καλή μας ώρα, που το φάγαμε!    

              ellinikoxronografima.blogspot.gr   

 

Σάββατο 27 Απριλίου 2024

 

                            Παναγιώτης  Αντωνόπουλος

   Διήγημα


                       Η άνθηση της διαφθοράς      

 

           Εδώ και μέρες η πόλη έβραζε σαν ηφαίστειο. Και αιτία ήταν η απόφαση που πήραν και διέρρευσε οι επώνυμοι άρχοντες και οι ισχυροί οικονομικοί παράγοντες, πως  θα  μαζεύονταν  αρχές  του  καλοκαιριού, << στο σπίτι της διαφθοράς >>  για την ετήσια συνάντηση οργίων! Πολλοί ήταν εκείνοι που σκέφτηκαν  ν’ αρπάξουν τα μαχαίρια και να τους σταματήσουν, άλλοι πως το πιο σωστό ήταν να τους κάψουν το βράδυ της συνάντησης και οι πιο συνετοί μίλησαν για μια δίκαιη τιμωρία που θα ερχόταν από τη Θεία Δίκη και την Εκδίκηση.

          Ο πρώτος που δίδαξε τούτη τη συνάντηση των οργίων ήταν ο βαρόνος Ντε Πιε, Φράγκος στην καταγωγή, που  ήρθε σαν καταχτητής κι αφού απόχτησε πολλά λεφτά και χτήματα, σκέφτηκε να τα ξοδέψει σε  ακολασίες, σαρκικές επαφές, ερωτικά διεφθαρμένα βίτσια, και συμπόσια με κακόγουστα αναγνώσματα και συζητήσεις μεταξύ των καλεσμένων. Η παράδοση ανέφερε πως ο ίδιος ήταν πνευματικά καθυστερημένος και σωματικά ανάπηρος, με το δεξί του πόδι ξύλινο και το αριστερό του μάτι βγαλμένο. Παρά ταύτα ήταν δεινός εραστής που έφτανε ως τον παραλογισμό και τη διαφθορά. Σαν αποφάσιζε, έλεγε ο μύθος, να σμίξει με γυναίκα, κλειδωνόταν τρεις μέρες και τρεις νύχτες στην κάμαρά του ολομόναχος και σαν ο μαζοχισμός του τον έφερνε σε κατάσταση τρέλας, έπεφτε πάνω της με τόση μανία και πάθος που την άφηνε μόνο σαν την έβλεπε αναίσθητη και ταπεινωμένη.Άλλες φορές έβαζε κάτω στο πάτωμα τα ολόχρυσα κηροπήγια, άναβε τα κατάμαυρα κεριά τους και σαν οι φλόγες τους τα έλιωναν ως τη μέση, τα έσβηνε για  να γεμίζει έτσι ασφυκτικά η κάμαρά του καπνό. Αυτός τότε  σχεδόν αναίσθητος πάνω στο κρεβάτι, καλούσε με δυνατές κραυγές υστερίας τη γυναίκα που θα πλάγιαζε μαζί του.

          Τα ομαδικά όμως ερωτικά όργια ο βαρόνος Ντε Πιε τα έκανε στην πολυτελέστατη αίθουσα του σπιτιού της διαφθοράς που ομολογουμένως ήταν μια από τις καλύτερες που έχει δει ανθρώπινο μάτι εξαιτίας της πρωτότυπης και εκκεντρικής διακόσμησή της. Έτσι οι κληρονόμοι συνέχιζαν και σήμερα τα βίτσια του βαρόνου και ο ιδιοκτήτης του σπιτιού, ένας επώνυμος, στυγνός και αδίσταχτος επιχειρηματίας, <<διαχειριστής τοξικών ουσιών >> υπερέβαλε τον προκάτοχό του εραστή στην ακολασία και φιλοδοξούσε να φτάσει αυτός πιο βαθιά στο σκαλί της διαφθοράς.Τη φιλοδοξία του αυτή την αποτύπωσε ακόμη και στην εξωτερική όψη του σπιτιού.  Στο τριώροφο αυτό σπίτι με τα πολλά παράθυρα, την κόκκινη σκεπή και τον ψηλό μαντρότοιχο, έβαλε πέντε θεότρελους ζωγράφους κι έφτιαξαν πάνω στους τοίχους του, ό,τι χειρότερο μπορούσε να δώσει και η πιο αρρωστημένη φαντασία, έτσι που οι παραστάσεις προκαλούσαν τρόμο και φρίκη στο βλέμμα του κάθε επισκέπτη.

          Στη δεξιά πλευρά αιμοσταγείς δράκοντες έσμιγαν μπροστά από τις θεόρατες σπηλιές τους με ολόγυμνες γυναίκες που ανάμεσα στα μυτερά δόντια τους, πάλευαν τρεμάμενες να ξεφύγουν και ν’ απαλλαγούν από το σαρκικό τους μαρτύριο που τις περίμενε. Ενώ  στα πόδια τους τα πυρακτωμένα καρφιά που έμπαιναν στα πέλματά τους και τα έκαναν να αιμορραγούν έδειχναν να δυσκόλευαν το πάλεμά τους με τους δράκους που έκαναν ό,τι μπορούσαν να κρατήσουν πάνω τους τα ματωμένα κορμιά τους.

          Στην αριστερή πλευρά σκληροτράχηλοι σάτυροι είχαν στήσει τα δικά τους ερωτικά παιχνίδια με γυναίκες ζωόμορφες. Και καθώς οι σάτυροι έσφιγγαν στις αγκαλιές τους τα κορμιά τους, ανάμεσα στα δυο πόδια τους ανέβαινε ένα πελώριο φίδι με εφτά κεφάλια και τρεις ουρές δείχνοντας πως ήθελε να φτάσει εκεί που τα δυο κορμιά έσμιγαν.

          Στην πρόσοψη τώρα οι εικόνες  θύμιζαν σκηνές από την Κόλαση. Δε θα τις περιγράψουμε όλες αλλά θα σταθούμε σ’ εκείνες που έδειχναν τους Κενταύρους και τις νεκρές γυναίκες. Ήταν μια σκηνή που σοκάρισε και τους πιο επιρρεπείς σε τέτοιες απεικονίσεις φρίκης και συζητήθηκε πολύ αν  έπρεπε ο καλλιτέχνης να δείξει όλη του την πρωτόγονη αγριότητα ή να την αποκρύψει. Όσοι λοιπόν άντεχαν να κοιτάξουν τούτη την εικόνα και δεν απέστρεφαν τα μάτια τους από αηδία, μπορούσαν να διακρίνουν όπως είπαμε τα ερωτικά παιχνίδια των Κενταύρων με τις νεκρές γυναίκες, που, οι πιο πολλές ξαπλωμένες  μπρούμυτα και σκεπασμένες με τις φυλλωσιές, έδειχναν να κακοποιήθηκαν βάναυσα από τους ερωμένους τους, κατά τη στιγμή της ερωτικής πράξης πριν φθάσουν στην κατάσταση που τις ήθελε η αρρωστημένη φαντασία του ζωγράφου.                                                                                            

          Μια φαντασία που αν σταματούσε εδώ ίσως τη δικαιολογούσαν μερικοί αλλά δυστυχώς συνέχιζε την αρρωστημένη του έκφρασή της μ’ ένα πίδακα στο κέντρο της παράστασης να εξακοντίζει το αίμα που έβγαινε με δύναμη πάνω στα ξαπλωμένα κορμιά και να τα ραντίζει με μεγάλες και πολλές πιτσιλιές, κάνοντάς τα τόσο μακάβρια και αποκρουστικά που το μάτι δύσκολα άντεχε να συνεχίσει να κοιτάζει.

            Ύστερα απ’ όλα αυτά εύκολα δικαιολογεί κανείς εκείνους τους εμπρηστές που ήθελαν να το κάψουν το σπίτι μαζί με τη διαφθορά που λίμναζε τους χώρους του. Επικρατούσε όμως πάντοτε η ψυχραιμία και η λογική κάποιων που έλεγαν πως η διατήρησή του ήταν εθνική και ιστορική επιταγή για να θυμίζει στους νεότερους << τη δόξα και τα κλέη των προγόνων τους >>.  Έτσι << το σπίτι της διαφθοράς >> έμενε όρθιο και συνέχιζε μαζί με τους καλεσμένους του το δρόμο που χάραξε αιώνες πριν ο βαρόνος Ντε Πιε.

          Οι πιο πολλοί όμως συνδαύλιζαν την καταστροφή του κι από ζήλια. Και τούτο γιατί η τάξη τους, φτωχή και περιθωριακή που ήταν, ποτέ δε θα ‘παιρνε εισιτήριο εισόδου στους κρυφούς και μυστηριώδεις χώρους του. Και η εμπειρία μιας τόσο αισθησιακής απόλαυσης που κυριαρχούσαν τα όργια θα ήταν γι’ αυτούς όνειρο απατηλό. Έτσι αποκλεισμένοι από το παιχνίδι, ετοίμαζαν και ύφαιναν το σάβανό του. Ακόμη η σύγχυση που επικρατούσε γύρω από τα τεκταινόμενα μέσα στους τέσσερις τοίχους τούτου του σπιτιού, μεγάλωνε την περιέργειά τους και κάλπαζε την αρρωστημένη φαντασία τους. Έτσι πολλές ιστορίες που έπλαθαν υπερέβαλαν ακόμη και την πραγματικότητα. Μια πραγματικότητα που μόνο οι προνομιούχοι και οι περιούσιοι την γνώριζαν και που ποτέ δε θα τη φανέρωναν στα κατώτερα στρώματα

         

 

 

                                                * * *

         

 

 

 

 

          Έτσι μια ασέληνη νύχτα του Ιουνίου οι επισκέπτες εισέβαλαν με κάθε μυστικότητα στο σπίτι των οργίων και πήραν τις θέσεις τους στην τεράστια και πλούσια διακοσμημένη αίθουσα. Αμέσως ο επιχειρηματίας και ιδιοκτήτης του σπιτιού, καθισμένος στον εβένινο θρόνο του και ντυμένος με μαύρο πανάκριβο κουστούμι, έδωσε εντολή στο υπηρετικό του προσωπικό να σερβίρει τους καλεσμένους. Κι αυτοί χωρίς καθυστέρηση τον άκουσαν και γύρισαν με τους δίσκους φορτωμένους κολονάτα ποτήρια, γεμάτα με μαύρο μυρωδάτο, ποτό. Σαν τ’ άφησαν πάνω στο τραπέζι έφυγαν εκτός από έναν ο οποίος σαν χαμήλωσε τα φώτα τους ευχήθηκε καλή διασκέδαση και αποτραβήχτηκε διακριτικά στο διάδρομο που βρισκόταν στα αριστερά της αίθουσας.

          Τότε ο ιδιοκτήτης στράφηκε δεξιά του και παίρνοντας  ένα δίσκο από μια ξυλόγλυπτη θήκη τον έβαλε με επιτηδειότητα στο πικάπ που άρχισε να παίζει με γρήγορο ρυθμό μια αισθησιακή μουσική που φάνηκε ν’ άρεσε σε όλους. Σαν τους συνέστησε να πιουν με την ησυχία τους το ποτό τους, ο ίδιος πέρασε απ’ όλα τα τραπέζια και ζήτησε ιπποτικά το χέρι κάθε γυναίκας. Ύστερα σαν τα φίλησε και τους είπε από ένα κολακευτικό λόγο, κάθισε πάλι στη θέση του απολαμβάνοντας κι αυτός το ποτό του και τη μουσική. Όταν  προχώρησε η ώρα και το μεγάλο ρολόι του τοίχου χτύπησε μεσάνυχτα ο ιδιοκτήτης σηκώθηκε, κατευθύνθηκε στη βορινή πλευρά της αίθουσας, σταμάτησε όταν έφτασε και πατώντας ένα πράσινο διακόπτη, τη βύθισε στο σκοτάδι.  Ο φόβος των καλεσμένων ξεπεράστηκε γρήγορα και οι πρώτοι ψίθυροι διαμαρτυρίας σταμάτησαν σαν ένα μικρό κόκκινο φωτάκι φώτισε αδρά την αίθουσα. Και τότε οι καλεσμένοι είδαν ν’ ανοίγει το παραβάν που ως τότε ήταν κλειστό  και να εμφανίζεται στα έκπληκτα μάτια τους ένα εντυπωσιακό ολόχρυσο κρεβάτι που τους τρόμαξε. Και τούτο γιατί τα τέσσερα πόδια του είχαν τη μορφή της  ύαινας και στα υπόλοιπα μέρη του είχαν σφυρηλατηθεί διάφορα κεφάλια φιδιών που άφηναν όλα απ’ τα ανοιχτά στόματά τους να φαίνονται τα φοβερά κεντριά τους. Στην πλάτη τώρα του κρεβατιού δυο γεράκια άγρια συμπλέκονταν με τα μυτερά τους ράμφη, ενώ από τα ματωμένα  τους κεφάλια το αίμα τιναζόταν σαν πίδακας  γύρω τους.

          Η αντίδραση των  καλεσμένων σε τούτη τη φριχτή θέα του κρεβατιού ήταν άμεση και γρήγορη. Πολλοί ψιθύρισαν, άλλοι φώναξαν και μερικοί κινήθηκαν με άγριες διαθέσεις από τις θέσεις τους. Μόνο ο ιδιοκτήτης παρέμεινε ατάραχος και ψύχραιμος στη θέση του, για να τους πει λακωνικά, δείχνοντας με το δεξί του χέρι στο βάθος του διαδρόμου: << Και τώρα κοιτάξτε όλοι σας τη γυναίκα που οι άντρες θα ήθελαν να την είχαν δική τους και οι γυναίκες θα  ζήλευαν  το κορμί της και τις σεξουαλικές της επιδόσεις! >>Πράγματι μια εντυπωσιακή ξανθιά γυναίκα, γλυκύτατη και γυμνή τους μάγεψε με την κορμοστασιά τους, το έντονο θηλυπρεπές περπάτημά της και το λάγνο βλέμμα της. Κι αμέσως βρέθηκε ξαπλωμένη στα λευκά σεντόνια του κρεβατιού, αφήνοντας τα αφράτα στήθια της και τα τορνευτά μακριά πόδια της στολίδια του σκανδάλου σε τόσα πεινασμένα μάτια.

          Πάλι τότε ο ιδιοκτήτης παρενέβη ανάμεσα στους καλεσμένους και το πύρινο κορμί της γυναίκας για να τους πει με φωνή αισθησιακή: << Πριν αποσυρθείτε στα δωμάτια με τις γυναίκες σας, η γυναίκα που βλέπετε ξαπλωμένη στο κρεβάτι θα σας διαβάσει μια περικοπή από το βιβλίο << Η άνθηση της διαφθοράς >> που τόσες σεξουαλικές συγκινήσεις έχει προσφέρει στον κόσμο των οργίων. Καλή σας ακρόαση!>>Απλώνοντας ύστερα το χέρι έδωσε στη γυναίκα το χρυσόδετο  βιβλίο. Σαν ανασηκώθηκε εκείνη και το πήρε, ακούμπησε την πλάτη της στο προσκεφάλι του κρεβατιού  και άρχισε να διαβάζει καθαρά και δυνατά:

          << Σαν έβγαλε το ρούχο της η γυναίκα κι απόμεινε γυμνή, αρωματίστηκε και έπεσε με την πλάτη στην καρέκλα του Έρωτα. Ο άντρας ολόγυμνος κι αυτός, πλησίασε κι αφού πάτησε στις μεταλλικές βάσεις της καρέκλας, έσκυψε, ανασήκωσε απαλά τα πόδια της και τα ‘φερε στη μέση του. Με  τα χέρια του  έπιασε τη δερμάτινη ζώνη που κρεμόταν στα πλάγια της καρέκλας κι αφού την πέρασε πάνω από το  σώμα της, το ασφάλισε προσεχτικά. Μετά κοίταξε το γυμνό σώμα, έβαλε απαλά τα χέρια του στα δυο στήθη της κι άρχισε να τα χαϊδεύει επιτήδεια κοντά στις θηλές. Σε λίγο από τα χείλη της ερεθισμένης γυναίκας ακούστηκαν οι πρώτες δυνατές  κραυγές της ηδονής… >>.

          Σ’ αυτό το σημείο η φωνή της έσβησε. Κι όλοι οι καλεσμένοι είδαν το βιβλίο να φεύγει από τα χέρια της και να πέφτει στο δάπεδο χτυπημένο με απερίγραπτη δεξιοτεχνία από ένα μαχαίρι που πέρασε το παράθυρο κι έσκισε με φοβερή δύναμη τον αέρα. Και πριν οι καλεσμένοι προλάβουν να αντιδράσουν βλέπουν έναν υπηρέτη να φτάνει τρέχοντας και ν’ αναγγέλλει στον ιδιοκτήτη, φοβισμένος: << Ο λαός της πόλης είναι απέξω και πολιορκεί το σπίτι! Είναι εξαγριωμένος και κινδυνεύετε! Δώστε εντολή να εκκενωθεί και να φύγετε! >>

          Στην κατάσταση πανικού που επακολούθησε ο ιδιοκτήτης έδειξε ασυνήθιστη ψυχραιμία. Και σαν έσπρωξε τον υπηρέτη από μπρος του με το χέρι του, κινήθηκε αργά - αργά και τελετουργικά πάνω από το πεσμένο μαχαίρι και σταμάτησε. Έσκυψε το πήρε κι αφού καθάρισε με το δείκτη του αριστερού του χεριού τις λίγες σταγόνες αίματος που ήταν απλωμένες στην κόψη της λάμας του, προχώρησε και στάθηκε τώρα στο ύψος του παράθυρου. Εκεί κόλλησε το πρόσωπό του στο μέρος που έχασκε από το πέρασμα του μαχαιριού και κοίταξε έξω. Αυτό που είδε τον γέμισε τρόμο και φρίκη. Τραβήχτηκε έτσι πανικόβλητος πίσω και ψιθύρισε κάτωχρος, στους καλεσμένους: << Τα άγρια ένστιχτά τους ζητούν εκδίκηση! Ο κακός δαίμονας που υπάρχει εδώ μέσα ας σκεφτεί κάτι να γλιτώσουμε >>.

          Και τότε είδε τη γυναίκα του κρεβατιού,   μεταμορφωμένη  σε  μια αηδιαστική κι αποκρουστική γριά, να ‘ρχεται προς το μέρος του, κρατώντας στα δυο της ισχνά χέρια, το βιβλίο  και να του το δείχνει ενώ έσταζε αίμα από τις κουρελιασμένες σελίδες του. Για να την αποφύγει κινήθηκε προς το βάθος της αίθουσας. Αυτή όμως συνέχιζε να τον ακολουθεί δείχνοντας την απειλητική της διάθεση.  Τότε ο ιδιοκτήτης για ν’ απαλλαγεί από τη δυσάρεστη παρουσία της, σήκωσε το μαχαίρι και ετοιμάστηκε να της επιτεθεί, ξεστομίζοντας τη μία ύβρη μετά την άλλη.  Κι ενώ όλοι περίμεναν το μοιραίο ένας υπηρέτης πρόλαβε και του άρπαξε το χέρι, κάνοντας το μαχαίρι να πέσει και να συρθεί στο διάδρομο και τον ιδιοκτήτη ν’ απομένει ακίνητος σαν στήλη άλατος. Και πριν προλάβει να κάνει οτιδήποτε, βλέπει τον υπηρέτη να τον πλησιάζει και να του ψιθυρίζει στο αυτί: << Το αίμα της είναι αθώο, αλλού να ψάξεις να βρεις την ενοχή >>. Τον κοίταξε με περιφρόνηση ο ιδιοκτήτης και τον ρώτησε με αγωνία: << Άφησε τέτοια ώρα τις ενοχές και πες μου πως θα γλιτώσουμε!>> Ήταν η σειρά τώρα του υπηρέτη   να τον κοιτάξει με περιφρόνηση. Κι αφού το έκανε, του είπε μ’ ένα ειρωνικό χαμόγελο: << Φύγετε! Φύγετε από την πίσω πόρτα! >>

          Οι φωνές έξω του κόσμου, όσο περνούσε η ώρα γίνονταν πιο απειλητικές. Έτσι οι καλεσμένοι έδειξαν έντονη ανησυχία και οι πιο πολλοί σηκώθηκαν από τις θέσεις τους, θέλοντας να κινηθούν προς την έξοδο. Τους είδε ο ιδιοκτήτης και σαν τους έδειξε το βάθος του διαδρόμου, τους είπε προτρεπτικά: << Κατεβείτε από τη σκάλα της πίσω εξόδου και βγείτε στον κήπο. Από κει παραβιάστε τη σιδερένια καγκελόπορτα και κρυφτείτε στο δάσος >>. Σε λίγο ακούστηκαν σπαρακτικές φωνές. Λίγες στην αρχή αλλά μετά πλήθυναν. Το ορμητικό κύμα που δημιούργησε ο συνωστισμός τους παρέσυρε και τους κατρακύλησε ως το τελευταίο σκαλί. Ο χώρος γέμισε μια μάζα από ανθρώπους κι έγινε τόπος μαρτυρίου.

          Πολλοί ακρωτηριάστηκαν, άλλοι έχασαν τα μάτια τους, οι πιο δειλοί λιποθύμησαν και οι πιο άτυχοι έβλεπαν τα παραμορφωμένα σώματά τους και ξεσπούσαν σ’ ένα ανελέητο θρήνο.  Όσοι τώρα κατόρθωσαν ν’ ανοίξουν την πόρτα και να περάσουν στον κήπο, σύρθηκαν κακήν κακώς ως την καγκελόπορτα κι αφού την παραβίασαν βγήκαν έξω και με κάθε προφύλαξη έφτασαν στο πυκνό δάσος όπου και κρύφτηκαν πίσω από τους  χονδρούς   κορμούς των δέντρων που μαζί με το θρόισμα των φύλλων  ακούστηκαν και τα πρώτα ουρλιαχτά των λύκων.

          ellinikoxronografima.blogspot.gr

         

         

         

 

Τρίτη 16 Απριλίου 2024

 

Κυπαρισσιώτικα

 

               <<Αφ’ Υψηλού>> και ιστορίες στις υπώρειες του κάστρου


                                [γράφει ο Παναγιώτης Αντωνόπουλος]

                    Σκέφτηκα να επωφεληθώ από το ηλιόλουστο πρωινό της Κυριακής και να απολαύσω τη θέα της Κυπαρισσίας από την καφετέρια << Αφ’ Υψηλού>> στις υπώρειες του κάστρου. Το εμβληματικό όνομα της καφετέριας προσδιορίζει επακριβώς πως το σημείο της θέσης της είναι καθοριστικό, αφού βλέπεις την πόλη του Μιχάλη Κατσαρού να απλώνεται μπροστά σου σαν μια αργυρή φωτοχυσία και με μια φιάλη πλήρη οινοπνεύματος που τη μοιράζεσαι με φίλους, οι ευφορικές σου ιδιότητες εκσφενδονίζονται στα ύψη.

            Οι αστοί έχουν πληροφορηθεί την ολόθερμη και πανοραματική αγκάλη του χώρου και όταν εγκαταλείπουν τα κολαστήρια των πόλεων, εκδράμουν χαίροντες και επισκέπτονται αγεληδόν τον ημιορεινό αυτό παράδεισο. Μαζί με τα κουρασμένα σαρκία τους, κουβαλούν  και τις καθημερινές τους βεβαιότητες, τις οποίες με την πρώτη ματιά που ρίχνουν στην αρχόντισσα του Ιονίου τις ξεχνούν, και ατάραχοι πλέον και μακάριοι εξαφανίζουν κάθε γκρίζο και μουντό που έχει συσσωρευτεί στην ψυχή τους.

         Ευφραινόμενος κι εγώ καθισμένος να γεύομαι το τσίπουρο με τις ομορφιές της πόλης, ξετρύπωσα μακριά να διασχίζει το πέτρινο σοκάκι το φίλο μου Λευτέρη και να έρχεται όπως συνήθιζε τακτικώς να γεύεται διαφανή αποστάγματα αλκοόλ τα οποία συνδύαζε απαραιτήτως με παρέα και κουβέντα. Ο Λευτέρης ήταν παραμυθάς ολκής από το γυμνάσιο ακόμη, τουτέστιν άριστος αφηγητής και στο κουβεντολόι ακτύπητος. Ήρθε κάθισε και με το πρώτο ποτήρι κεχριμπάρι, ψιθύρισε: << Ας τους να συνωστίζονται στα πολυσύχναστα μέρη οι άλλοι, εμείς εδώ με τους λίγους στη μοναξιά μας>> κι έριξε βλέμμα πονηρό, αιχμηρό και εξεταστικό στο διπλανό τραπέζι με τα δροσερά κορίτσια.

   Είπαμε πολλά και ενδιαφέροντα. Στο τέλος εστιάστηκε σε ένα σχολικό αφήγημα το οποίο και καταγράφω προς τέρψιν των αναγνωστών όπως ακριβώς βλάστησε στα θεία χείλη του.  << Θυμάσαι το θεολόγο;>> με ρώτησε με έξαρση κι άρχισε: <<Μανία του να μας αναγκάζει να λέμε απέξω τα άμφια του επισκόπου κι όταν ξεχνούσαμε κάποιο τα επαναλάμβανε ο ίδιος ασθμαίνοντας και φαρσί ενώ εμείς σκασμένοι στα γέλια το γλεντούσαμε. Σάκος, ωμοφόριο, μανδύας, μίτρα εγκόλπιο, ποιμαντορική ράβδος, σταυρός, επιρριπτάριο, στιχάριο, επιμανίκια, ζώνη και επιγονάτιο. Ύστερα ζωγράφιζε στον πίνακα τη μίτρα και έψελνε, Αμήν! Και τότε στη Γελουδά τι του κάναμε! Κοντός και χοντρός όπως ήταν ζήτησε να του φτιάξουμε ένα << βήμα >> να ανέβει και να μας βάλει κήρυγμα στην αυλή της εκκλησίας. Ο Μενέλαος ο πισωθρανίτης, σκράπας αλλά θαυμαστής της πλάκας, προθυμοποιήθηκε να στήσει αυτός το << πέτρινο βήμα>>. Την ώρα όπως που ο θεολόγος έλεγε: <<…αν παραβείτε τις εντολές του θεού θα ρίξει φωτιά και θα σας κάψει>> κλώτσησε  τη σφήνα που στεριώνονταν  οι πέτρες και ο θεολόγος γκρεμίστηκε κάτω!  Το παντελόνι του σχίστηκε, η μύτη του αιμορράγησε, το δεξί του πόδι χτύπησε και τρέχοντας μπήκε στο ιερό να κρυφτεί. Το γέλιο που έπεσε το σταμάτησε με δυο χαστούκια στους πρώτους που βρήκες μπροστά του ο γυμναστής και η γιορτή έληξε! Ως και οι άγιοι γέλασαν, ο δε Ιωάννης ο βαπτιστής ανέμισε με νόημα την προβιά του προς τέρψιν πάντων των μαθητών!>>

          ellinikoxronografima.blogspot.gr 

Δευτέρα 15 Απριλίου 2024

 

            Τ Ο   Χ Ρ Ο Ν Ο Γ Ρ Α Φ Η Μ Α

                             Σωροί βιβλίων


                             Του    Παναγιώτη Αντωνόπουλου

           Οι δόλιοι! Άνοες πιστεύουν πως το βιβλίο είναι εύκολο όπως κάνεις παιδί!  Συμπεριφέρονται ως ανάγωγοι χωριάτες και αβασάνιστα γίνονται τσαλαπετεινοί,  ντύνονται με λαμπρό πτέρωμα, βάζουν και το λοφίο στο κεφάλι και πετάνε! Γίνονται συγγραφείς πιστεύοντας πως η αφήγηση είναι χλωριωμένη κότα προς αποκομιδή στη χωματερή.

        Έτσι έχουμε σωρούς βιβλίων! Ο γιδοβοσκός γράφει την ιστορία του χωριού του, ο μπακάλης για τα παραδοσιακά κτήρια της πόλης, ο ταχυδρόμος για τα τοπωνύμια και τη μάχη που έδωσε ο παππούς τού γονέα του στο χωράφι με τον Ιμπραήμ και ο πολιτικός για την ψήφιση δρακόντειων νόμων προς ανακούφιση της τάξης και της ασφάλειας των πολιτών! Αγνοούν εριστικώς  πως ο ξυλουργός ή ο φούρναρης δεν μπορούν να γράψουν βιβλίο! Γιατί είναι μαθητές του πέντε! Ακόμη αγνοούν πως και αυτοί δεν είναι ΣΤΑΝΤΑΛ να γράψουν << ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΚΑΙ ΤΟ ΜΑΥΡΟ >>, ΑΝΤΟΝ ΤΣΕΧΩΦ να γράψουν το << ΓΛΑΡΟ >>, ΚΩΝ. ΘΕΟΤΟΚΗΣ, τον << ΚΑΤΑΔΙΚΟ >>.

        Χωρίς κότσια, εγκαλούν υπερκόσμιες δυνάμεις, να κάνουν το θαύμα και τα ψίχουλα γραφής που αφήνουν στις λευκές σελίδες να γίνουν ένα βιβλίο αριστούργημα. Αν είναι δυνατόν! Αποκλείεται να έχουν διαβάσει και το δαιμόνιο Ιταλό Μακιαβέλι και παραφράζοντάς τον, να ανέκτησαν θάρρος. Αποκλείεται! Είχε πει: <<Να θυμάστε πως πάντα οι άνθρωποι θα επιδιώκουν να βελτιώνουν τη ζωή τους αλλάζοντας αρχηγό>>. Αυτοί προσπαθούν να βελτιώσουν τη ζωή τους, γράφοντας βιβλία!

        Διορισμένος γραμματοδιδάσκαλος πριν χρόνια σε ορεινό χωρίο, αφού βασανίστηκα ένα μήνα να με κόβει η λόρδα, είπα να χορτάσω τουλάχιστον με πνευματική τροφή. Έτσι έστρεψα το ενδιαφέρον μου στη βιβλιοθήκη του σχολείου. Όλα τα βιβλία παλιάς κοπής, γραμμένα μετεμφυλιακά, μύριζαν πνευματική μούχλα. Τα μόλυνε και το κάδρο του Κωνσταντίνου μετά της βασιλίσσης Άννας Μαρίας και η κατάσταση ήταν, μαύρη, ασιατική. Σκορπιοί, ποντικοί, κατσαρίδες και  στρατιές  σκωλήκων τα μάχονταν μέχρι εσχάτων. Όλα απόπνεαν σαπίλα, σήψη και λοιμογόνο πατριωτισμό. Περίσσευαν τα ελληνοχριστιανικά και οι τίτλοι με κηπουρικές εργασίες. Παρών και << Ο Αγών μου >> του Αδόλφου Χίτλερ! Και μια βιογραφία του εθνοσωτήρα Μεταξά! Ντοστογιέφσκι, Καζαντζάκης, Καρυωτάκης ούτε για δείγμα. Οι συγγραφείς αυτοί γραμμένοι στη μαύρη λίστα των καταραμένων ανθρώπων, συνομιλούσαν ευτυχώς σιωπηλώς ακαταπαύστως.

        Άντε μετά με τόση λάσπη στην ψυχή να τραγουδήσεις με τους μαθητές: << Ένα παλληκάρι είκοσι χρονών, άρματα το ζώσαν      για τον πόλεμο >>.  Ανέκαθεν οι λειράτες όρνιθες  του κοινοβουλίου και των κυβερνήσεων πίστευαν τον ίδιο χαβά. Οι σχολικές βιβλιοθήκες να είναι << χολεριασμένες >> και ο λαός ερίφιο.

   ellinikoxronografima.blogspot.gr

Παρασκευή 5 Απριλίου 2024

 

                                 Ο  Καποδίστριας κυβερνήτης. Η πολιτική του

                                                                      [Ημερολόγιο του ’21]


                                                    Του Παναγιώτη Αντωνόπουλου

                Ο Καποδίστριας αποβιβάστηκε στ΄ Ανάπλι στις 7 Γενάρη του 1828. Την εικόνα της φρικτής ερήμωσης της χώρας τη δίνει ο ίδιος μέσω του Γ. Τερτσέτη στα << Απόλογα για τον Καποδίστρια >>. Λέει: << Είδα πολλά εις την ζωήν μου, αλλά σαν το θέαμα όταν έφθασα εδώ εις την Αίγινα δεν είδα τι παρόμοιο ποτέ και άλλος   να  μην ιδεί. << Ζήτω ο κυβερνήτης, ο σωτήρας μας, ο ελευθερωτής μας !>> εφώναζαν γυναίκες αναμαλλιάρες, άνδρες με λαβωματιάς πολέμου, ορφανά γδυτά, κατεβασμένα από τις σπηλιές. Δεν ήταν το συναπάντημά μου φωνή χαράς, αλλά θρήνος. Η γη εβρέχετο από δάκρυα. Εβρέχετο η μυρτιά αι η δάφνη του στολισμένου δρόμου από το γιαλό έως την εκκλησία. Ανατρίχιαζα, μου έτρεμαν τα γόνατα, η φωνή του λαού μου έσχιζε την καρδιά μου. Μαυροφορεμένες γυναίκες, γέροντες, μου εζητούσαν ν’ αναστήσω τους απεθαμένους τους, μανάδες μου έδειχναν εις το βυζί τα παιδιά τους και μου έλεγαν να τα ζήσω και ότι δεν τους απέμειναν παρά εκείνα κι εγώ και με δίκαιο μου ζητούσαν όλα αυτά, διότι εγώ ήλθα και σεις με προσκαλέσατε να οικοδομήσω, να θεμελιώσω κυβέρνησιν και κυβέρνησις καθώς πρέπει ζει, ευτυχεί τους ζωντανούς ανασταίνει και αποθαμένους διατί διορθώνει την ζημίαν του θανάτου και  τας αδικίας. Δεν ζει ο άνθρωπος, ζει το έργο του, καρποφορεί, αν ο διοικητής είναι δίκαιος, αν το κράτος έχει συνείδηση, ευσπλαχνία, μέτρα σοφίας. Δύναμαι να έχω εγώ όλα αυτά και να δικαιολογήσω την παντοχή του κόσμου; […] Ένα μόνο φοβούμαι, πολύ και με δέρνει υποψία, τρέμω την απειρία σας. Αν η νέα κυβέρνηση  τύχει να συγκρουσθεί με συμφέροντα ξένων δυνάμεων, αν πλανεθεί ο ελληνισμός και σηκώσει σκοτάδι μεταξύ μας ώστε εσείς να μη διαβάζετε εις την καρδίαν μου, θολωθούν κι εμένα οι οφθαλμοί, ποιος ηξεύρει; που θα πάμε, τι θα γενούμε; ετινάξαμε το καβούκι των αλλοφύλων, αλλ΄ οι πλεκτάνες της διπλωματίας έχουν κλωστές πλανήτριες, φαρμακερές, κλωστές θανάτου, άφαντες και εσείς δεν τις βλέπετε.

        Κατεβαίνω πολεμιστής εις το στάδιον, θα πολεμήσω ως κυβέρνησις, δεν λαθεύομαι τον έρωτα των προνομίων που είναι φυτευμένος εις ψυχές πολλών, τα ονειροπολήματα των λογιωτάτων. Ξένων πρακτικής ζωής, το φιλύποπτο, κυριαρχικό και ανήμερο αλλοεθνών ανδρών. Η νίκη θα είναι δική μας αν βασιλεύσει εις την καρδίαν μας μόνο το αίσθημα το ελληνικό, ο φιλήκοος των ξένων είναι προδότης >>.

        Ως κυβερνήτης έδειξε τις καισαρικές τάσεις του από την πρώτη στιγμή. Ανέστειλε το σύνταγμα της Τροιζήνας, βάζοντας το δίλημμα στον πολιτικό κόσμο της χώρας: παραμερίζω το σύνταγμα ή φεύγω! Διέλυσε τη βουλή και στη θέση της διόρισε συμβουλευτικό σώμα από κοτζαμπάσηδες και μεγαλοκαραβοκύρηδες. Το ονόμασε  Πανελλήνιον από 27 μέλη με διακοσμητικό χαρακτήρα. Παράλληλα ιδρύει την Κεντρική Γραμματεία, είδος υπουργικού συμβουλίου που η πολιτική του γραμμή χαράζεται από τον ίδιο. Η εξουσία δηλαδή συγκεντρώνεται όλη στα χέρια του και γίνεται δικτάτορας γιατί έτσι πίστευε, πως θα κυβερνήσει καλύτερα. Κύκλοι όμως εσωτερικοί που επηρεάζονταν από την Αγγλική και Γαλλική επιρροή αντέδρασαν με αποτέλεσμα να του δημιουργούν προβλήματα και να υπονομεύουν τις προσπάθειές του για  να φέρει εις πέρας το αξιόλογο πρόγραμμά του.

      Όμως οι στόχοι που ήταν άμεσοι να εμπεδώσει την έννοια του σωστού κράτους ήταν καλοί.  Χτύπησε την πειρατεία και η θάλασσα απαλλάγηκε από τους πειρατές. Υπήγαγες το στρατό και το στόλο κάτω από τις διαταγές του κράτους διώχνοντας του Υδραίους που ήταν αφεντικά ως  εκείνη τη στιγμή. Βελτίωσε την διοικητική διάρθρωση του κράτους.  Κατάργησε του δημογέροντες και διαίρεσε τη χώρα σε περιφέρειες. Τα οικονομικά τα βελτίωσε με δανεισμό από το εξωτερικό. Προσπάθησε να ιδρύσει εθνική τράπεζα αλλά η προσπάθειά του τορπιλίστηκε από τους κοτζαμπάσηδες. Το ζήτημα της τάξης της χώρας τον απασχόλησε και προσπάθησε να το  λύσει. Χτύπησε τη ληστοκρατία και κυνήγησε τους απείθαρχους.  Πήρε μέτρα για την παιδεία, ιδρύοντας σχολεία, γεωργικές σχολές, οργάνωσε τη δημόσια υγεία, τα πρώτα νοσοκομεία, και ίδρυσε και την ταχυδρομική υπηρεσία.

      Στο θέμα της διανομής της γης απέτυχε. Η γη συγκεντρωμένη στα χέρια των τζακιών και των μοναστηριών ήταν αδύνατο να μοιρασθεί στους ακτήμονες που λιμοκτονούσαν από την πείνα. Χρειαζόταν επαναστατικά μέτρα. Παρά τις αγωνιώδεις προσπάθειές του να κάνει κάτι εδώ δεν τα κατάφερε. Αυτή η αποτυχία του, σφραγίζει και τη γενική  αποτυχία της πολιτικής, του  κράτους.

    ellinikoxronografima.blogspot.gr       έλος]

Πηγές:  Τερτσέτης, Στρίγκος, Φωτάκος, Μιχαηλίδης, Κιτρομηλίδης, Σπ.Μελάς, Σπ. Τρικούπης, Σκαρίμπας, Μακρυγιάννης, Θ. Κολοκοτρώνης, Τ. Βουρνάς, Δ. Φωτιάδης, Κασομούλης.

 

                                                      Ναυμαχία του Ναβαρίνου.

                                                          [Ημερολόγιο του ΄21]


                                                    Του Παναγιώτη Αντωνόπουλου

                      Παίρνοντας το μήνυμα του Κολοκοτρώνη οι τρεις ναύαρχοι των τριών Μεγάλων  Δυνάμεων, έστειλαν τον Άγγλο πλοίαρχο Χάμιλτον στον Αλμυρό  της Μάνης για να δει τα σημάδια καταστροφής του Ιμπραήμ. Λέει ο Κολοκοτρώνης: <<Από τον Αλμυρό έως την Καλαμάτα είναι μιάμιση ώρα ο τόπος που έκοβαν και έκαιγαν και οι καπεταναίοι τους έδειχναν το τι κάνει ο Ιμπραήμ>>. Οι  απεσταλμένοι αφού διαπίστωσαν την καταστροφή πήγαν στο στρατηγείο του Κεχαγιάμπεη και του ζήτησαν να σταματήσει την καταστροφή. Επιστρέφοντας μετέφεραν με λεπτομέρειες ότι είδαν στους τρεις ναυάρχους των Μεγάλων Δυνάμεων και έστειλαν επιστολή αμέσως αυστηρή στον Ιμπραήμ:

         << Ο Άγγλος, ο Γάλλος και ο Ρώσος ναύαρχος  προς την Α.Υ. τον Ιμπραήμ πασά. Επί του πολεμικού της Α. Βρεταννικής μεγαλειότητος << Ασία>>. Υψηλότατε, Πληροφορίαι θετικόταται προερχόμεναι ημίν πανταχόθεν, αγγέλουν ότι πολυάριθμα αποσπάσματα του στρατού σας, περιερχόμενα από διαφόρους διευθύνσεις την Πελοπόννησον, δηώνουν, καταστρέφουν, εκριζώνουν δέντρα, τας αμπέλους και πάσαν φυτείαν, βιαζόμενα εν μια λέξει να μεταβάλουν την περιφέρειαν ταύτην εις τελείων έρημον. Μανθάνομεν επιπλέον ότι προετοιμάζεται εκστρατεία κατά της Μάνης και ότι ήδη στρατεύματά σας βαδίζουν κατ’ αυτής. Πάσαι  αι πράξεις αύται της υπερτάτης βίας διαπράττονται εν τούτοις υπό τα όμματά μας και λαμβάνουν χώραν εν πλήρει περιφρονήσει της ανακωχής, ην η Υ.Υ. ηγγυήθη επί λόγω να τηρήσει πιστώς μέχρι της επιστροφής των αποσταλέντων ταχυδρόμων και χάρις εις την οποίαν επετράπη ο επανάπλους του στόλου της Υ.Υ. εις Ναβαρίνον την 26 Σεπτεμβρίου.

      Οι υπογεγραμμένοι έχουν την λυπηράν υποχρέωσιν να σας δηλώσουν ότι τοιαύτη εκ μέρους σας διαγωγή, τοιαύτη περίεργος παράβασις των ανειλλημμένων υποσχέσεων, σας θέτουν, Κύριε, έξω του διεθνούς δικαίου, έξω των υφισταμένων συνθηκών των Αυλών των και της Οθωμανικής πύλης. Επί πλέον οι υπογεγραμμένοι θεωρούν τας κατόπιν των διαταγών σας συντελουμένας κατά την ώραν ταύτην καταστροφάς ως άντικρυς αντιτιθεμένας προς τα συμφέροντα του ηγεμόνος σας, όστις εξ αιτίας τούτων θα ηδύνατο να χάσει τα πραγματικά πλεονεκτήματα, άτινα η συνθήκη του Λονδίνου τω επεφύλαξεν έναντι της Ελλάδος.

    Οι υπογεγραμμένοι ζητούν παρά της Υ.Υ. κατηγορηματικήν και ταχείαν απάντησιν εις την παρούσαν διακοίνωσιν και σας αφήνουν να προείδετε τας αμέσους συνεπείας μιας αρνήσεως ή μιας υπεκφυγής.

                                               Εδουάρδος Κόντριγκτον, αντιναύαρχος

                                                              κόμις Χέϊντεν, υποναύαρχος

                                                                       Ντε Ρινύ, υποναύαρχος >>.

     Το τελεσίγραφο αυτό βρήκε τον Ιμπραήμ έτοιμο να σχεδιάζει επίθεση κατά του Ναυπλίου. Αναγκάστηκε να υποχωρήσει και να κάνει ανακωχή, απαντώντας πως θα περιμένει οδηγίες από την Πύλη. Η ανακωχή κράτησε λίγο γιατί ένα επεισόδιο με τους στόλους Τουρκίας και Ελλάδας στον Κορινθιακό άναψε πάλι  τα αίματα και  η Τουρκία άρχισε και πάλι να ερημώνει το Μοριά και τη Ρούμελη κατά διαταγή του Ρεσίντ Κιουταχή. Οι τρεις στόλοι τότε παίρνουν την απόφαση να απαντήσουν με ναυτική επίδειξη και στις 8 Οκτώβρη 1827 εισπλέουν και αγκυροβολούν στο λιμάνι του Ναβαρίνου.  Οι Τούρκοι ρίχνουν την πρώτη βολή εναντίον τους για να απαντήσουν οι Δυνάμεις με συνεχή πυρά που τσάκισαν αμέσως τον Τουρκοαιγυπτιακό. Η νίκη ήταν αποφασιστική και ο Τουρκοαιγυπτιακός στόλος συντρίφθηκε ολοκληρωτικά. Χάρη στην αντίσταση του λαού, το στρατιωτικό δαιμόνιο του Κολοκοτρώνη και τη γενναιότητα των λοιπών ελληνικών δυνάμεων ο Ιμπραήμ γνώρισε την ήττα και ντροπιασμένος εγκατέλειψε το Μοριά και στις 22 Δεκέμβρη 1827 έπλευσε στην Αλεξάνδρεια.

  ellinikoxronmografima.blogspot.gr   [Συνεχίζεται]

Πηγές:   Στρίγκος, Φωτάκος, Πασπαλιάρης, Κιτρομηλίδης, Σπ. Μελάς, Σπ. Τρικούπης, Σκαρίμπας, Μακρυγιάννης, Δ. Φωτιάδης, Κασομούλης, Θ. Κολοκοτρώνης.

 

                      Καταστροφές στη Μεσσηνία. Πρωτόκολλο Λονδίνου

                                                                      [Ημερολόγιο του ’21]


                                                           Του Παναγιώτη Αντωνόπουλου

                      Σεπτέμβρης του 1827 και ο Κολοκοτρώνης είναι στη Μεσσηνία.  Τα αιγυπτιακά στρατεύματα   λεηλατούν τα πάντα και δεν αφήνουν τίποτα όρθιο στο νομό.   Ο Κεχαγιάμπεης επικεφαλής του στρατού του Ιμπραήμ προσπαθεί με φοβέρες να κάμψει το ηθικό των ανθρώπων. Τους γράφει στην προκήρυξή του: <<Μ’ όλον οπού με έμπρη [εντολή] της υψηλότητος του αφέντη μου, ήλθα εις τα ενταύθα δια να κατακόψω, να κατακαύσω και σχεδόν αφανίσω όλα τα δέντρα σας, όσα είναι χρήσιμα και αναγκαία προς τροφήν σας,  λυπούμενος τον πτωχόν λαόν να μη δοκιμάσει την αυτήν ζημίαν και αφανισμόν αυτών των αναγκαίων δένδρων σας, έκρινα εύλογον να σας ειπώ ότι χωρίς αναβολήν καιρού να συσκεφτείτε καλώς και να παραιτηθείτε από τα της αποστασίας  φερσίματα και, καθώς άλλοι ομόπιστοί σας, να έλθητε να  προσκυνήσετε δια ν’ απαντήσετε αυτήν την οργήν και τον αφανισμόν οπού θέλει δοκιμάσει όλη η πτωχολογιά σας, ειδεμή και δεν έλθητε ας είναι η αμαρτία εις τον λαιμόν σας και όψεσθε εν ημέρα κρίσεως. Περισσότερον απ’ αυτά δεν είναι χρεία να σας γράψω και υγιαίνετε >>.

          Παρ’ όλο που ο Μεσσηνιακός κάμπος έχει πλημμυρίσει από στρατιώτες και ιππικό του εχθρού, οι κάτοικοι τον αγνοούν και δεν προσκυνάνε. Αντίθετα του απαντούν πως δεν υποκύπτουν. <<Ελάβομεν ένα γράμμα σου εις τον οποίον μας λέγεις ότι είσαι διορισμένος από τον αυθέντην σου να κατακόψεις τα δέντρα μας και σου αποκρινόμεθα, οι Έλληνες όταν αποφασίσαμεν να τινάξωμεν  τον ζυγόν της τουρκικής τυραννίας, εβάλαμεν προ οφθαλμών, ότι κοντά με τα άλλα δικαιώματα του ελεύθερου ανθρώπου, τα οποία αυτοί μας είχαν αρπαγμένα και τα οποία  θ’ ανακτήσωμεν και ημείς ως ελεύθεροι Έλληνες, θ’ ανακτήσωμεν κι όλα όσα η καταπλακωμένη από αυτήν την τυραννίαν γη των πατέρων μας φέρει επάνω της, ως υποκείμενα και αυτά εις την διάκρισιν της τυραννίας, ότι δε ημπορείς να κατακόψεις δεν μας είναι παράξενον,  διότι κοντά εις τόσας άλλας παρανομίας, τας οποίας κάμνετε κάθε ημέραν εις τα αδύνατα μέρη, ημπορείτε να μεταχειριστείτε  το αυτό και εις τα άψυχα δέντρα. Στοχαστείτε όμως ότι εις όλας αυτάς τας παρανόμους πράξεις σας χρεωστήτε λόγον, καθώς και εις άλλα, είναι και εις ταύτα τα μέρη της Μεσσηνίας συγκροτημένον στρατόπεδον παρά του γενικού στρατηγού των αρμάτων της Πελοποννήσου και όταν θέλετε πολεμάτε με αυτό και όχι με τα ξύλα, ημείς πάλιν λέγομεν έως τον ένα είμεθα αποφασισμένοι να αποθάνωμεν ελεύθεροι Έλληνες. Τη 25 Σεπτεμβρίου. Εν Μεσσηνία 1827. Οι κάτοικοι των επαρχιών της Μεσσηνίας >>.

       Τότε ο Κεχαγιάμπεης άρχισε το φοβερό έργο της καταστροφής της Μεσσηνίας. Γράφει ο Σταματόπουλος: <<Αφού έβαλε 5.000 καβαλαραίους να στέκουν γύρω στους κάμπους για να μη κατεβαίνουν οι Έλληνες και τους εμποδίζουν, άρχισε την καταστροφή σε όλη την επαρχία. Και όσα δεν εκαίοντο έβανε τσεκούρι, ελαιώνες, συκιαίς, μουριαίς >>. Ο δε Μέντελσον γράφει: <<Διέταξε την πελέκησιν όλων των καρπίμων δέντρων και την πυρπόλησιν των χωρίων. Ουδέποτε εχθρικά στρατεύματα εφάνησαν τόσον φθοροποιά όσον εν τη παρούση εκστρατεία.   Ελογίσθησαν 60.000 αι κατακοπείσαι συκαί και 25.000 ελαίαι και συκαμινέαι [μουριές]. Καπνοί δε και φλόγες πολυήμεροι εσκέπαζον τον ορίζοντα >>.

      Ο Κεχαγιάμπεης δεν εμπλεκόταν σε μάχες. Είχε τακτική.  Η παρουσία των στόλων της Ρωσίας, Γαλλίας και Αγγλίας στα νερά του Μοριά δεν τον είχε πτοήσει αλλά συνέχιζε την καταστροφή. Κι αυτό γιατί ο Ιμπραήμ σκόπευε  αφού ερημώσει το Μοριά να στείλει στην Αίγυπτο 500.000 Έλληνες αγρότες. Γι΄ αυτό η φειδώ του σε ανθρώπινες ζωές. Μόνο η καταστροφή της παραγωγής και  βιοσιμότητας του Μοριά τον ενδιέφερε. Η παραβίαση των νόμων του πολέμου ήταν κατάφορη. Κι ο Κολοκοτρώνης αναγκάστηκε να επέμβει. Από τον Αλμυρό της Μάνης με τη σύμφωνη γνώμη και των καπεταναίων ναύλωσε μια γοργοτάξιδη σκαμπαβία και την έστειλε να συναντήσει τους στόλους των τριών Μεγάλων Δυνάμεων στα ανοιχτά του Μεσσηνιακού κόλπου.  Μαζί με τις προκηρύξεις του Κεχαγιάμπεη και τις απαντήσεις των Ελλήνων, που τους έστελνε, τους έγραφε: <<ότι ο Κεχαγιάμπεης έκαμε αρχήν καίων και κατακόπτων όλα τα καρποφόρα δέντρα της Μεσσηνίας, πράξις την οποίαν κανείς από τους κατακτητάς δεν επεχειρίσθη >>.

       Η ενέργεια του Κολοκοτρώνη ήταν διπλωματική και είχε λόγους να στηριχθεί. Η εκλογή στην Τροιζήνα του Καποδίστρια ως κυβερνήτη είχε κάνει το ενδιαφέρον της Ρωσίας πιο ζωηρό για την τύχη της Ελλάδας. Τρεις μήνες νωρίτερα είχε υπογραφτεί το Πρωτόκολλο του Λονδίνου[6 Ιούλη 1827] μεταξύ των τριών Μεγάλων  Δυνάμεων που έλυνε κατ’ αρχή το ελληνικό ζήτημα με τις προτάσεις του: 1. Ανακωχή και μεσολάβηση των Μεγάλων Δυνάμεων. 2. Η Ελλάδα θα γίνει κράτος αυτόνομο με την επικυριαρχία της Πύλης. 3. Αυτόνομη κυβέρνηση που δεν επικυρώνεται από το Σουλτάνο και αυτόνομη διοίκηση. 4. Αποζημιώσεις των ιδιοκτητών των Τούρκων που θα εγκατέλειπαν την Ελλάδα. 5. Οριοθετική γραμμή θα χαραχτεί αργότερα. 6. Καμιά από τις δυνάμεις δε θα είχε ιδιαίτερα πολιτικά ή εμπορικά οφέλη στην Ελλάδα.

      << Την υπογραφήν του τριμερούς συμφώνου την επέβαλε η αστείρευτη δύναμη και αντοχή της ελληνικής επανάστασης >> λέει ο Στρίγκος.  Η Πύλη όμως τη συμφωνία του Λονδίνου την αγνόησε. Και αφού η Τουρκία είχε πληροφορηθεί πως η Αγγλία << δεν σκέπτεται καθόλου να θέσει σε κίνδυνο την ύπαρξη της Τουρκίας >> ακολουθούσε τη δική της φιλόδοξη πολιτική της ανυπακοής.  Έτσι ενθαρρυμένη από την ύπουλη Αγγλική πολιτική, επεδίωξε διασπαστική τάση και ζήτησε τη μεσολάβηση του Μέτερνιχ. Δυστυχώς στην προσπάθεια  τορπιλισμού της ανακωχής έλαβε μέρος και το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Στις 6  Σεπτέμβρη 1827 ο πατριάρχης μαζί με 12 μητροπολίτες πήγε στο σουλτάνο και του επέδωσε αναφορά υποταγής 31  οπλαρχηγών της Ρούμελης. Το κλίμα από τις αμφισβητήσεις της ανακωχής  ήρθαν να το λύσουν η ναυμαχία του Ναυαρίνου, ο ρωσοτουρκκός πόλεμος του 1828 και η συνθήκη της Αδριανούπολης του 1829.

     ellinikoxronografima.blogspot.gr     [Συνεχίζεται]

Πηγές: Στρίγκος, Φωτάκος, Μιχαηλίδης, Κιτρομηλίδης, Σπ. Τρικούπης, Σπ. Μελάς, Πασπαλιάρης, Μακρυγιάννης, Σκαρίμπας, Δ. Φωτιάδης, Θ. Κολοκοτρώνης, Κασομούλης.