Τρίτη 24 Μαρτίου 2015

ΧΡΟΝΟΓΡΑΦΗΜΑ: Άφραγκος

Του Παναγιώτη Αντωνόπουλου 
      << Των νησιών ο βουλευτής, της πατρίδας δουλευτής, της κοιλιάς του βολευτής, των ναζήδων συνεργός, των Ελλήνων κυνηγός   και  στον πόλεμο λαγός >> μ’ έκανε άφραγκο. Μαζί με το ευρωπαϊκό γκουβέρνο  Σούλτς, Ράιχειμπαν και λοιπούς νταβατζήδες της Ελλάδας, μ’ αφήνουν ταπί από   τις  είκοσι  του  μήνα.   Μέχρι  τις  τριάντα  που  ο  ερίτιμος  << Γιάνης >> υπουργός των οικονομικών θα δώσει εντολή να μου βάλλουν τη σύνταξη στο λογαριασμό μου, ξεμένω, δεν έχω μία, η θηλιά της σκύλας λιτότητας μου σφίγγει το λαιμό και τα σάλια μου τρέχουν κοιτώντας από το φράχτη τον κόκορα του γείτονα. 
               Το ψυγείο μου είναι άδειο, το γάλα δε χαμογελά, το κρέας αέρας, τα φασόλια, τα μακαρόνια, η πίγουλη μέγιστοι σκασιάρχες, δε λένε να επιστρέψουν στα ντουλάπια από τις αποθήκες που κρύβονται.

               Το καφεδάκι το πίνω σπίτι, περικομμένο, οι γουλιές μικρές, αργές για να φτουρήσει. Στιγματισμένος από τη διάγνωση της λιτότητας πως πάσχω από έλκος γαστρικό και το παξιμάδι μου είναι λιτό, το ροκανίζω και το ρίχνω κάτω σαν μοσχοπόντικας κοινός.  Ώρες – ώρες το χωνεύω, ώρες – ώρες σαν θυμάμαι τις ψησταριές που μας σουβλίζουν, μπελέχαροι πολιτικοί, το ξερνάω. Και τότε γίνομαι αγνώριστος, μου ‘ρχεται να γραφτώ σε μια μορταρία και να κάνω ντου σε παλιά ανάκτορα και  Ηρώδη του Αττικού. 
               Από τότε που μπήκαμε στην κατάψυξη, δε θυμάμαι να ‘χω φάει καλά και με όρεξη. Δεν έχω ξεκοκαλίσει αρνάκι μαγειρευτό, σε ζουμί βιταμινούχο την μπουκιά μου δεν έχω βουτήξει. Στα χρέη με τη λακκούβα πνίγομαι, σαν νεροσκούληκο μια μέσα  μια έξω βρίσκομαι. Τι να μείνει να σιτιστώ, τι να μείνει να ζεσταθώ, τι να ψυχαγωγηθώ, τι το Tenormin ν’ αγοράσω.
               Σιγοβράζω, απαγγέλλω το << Πάτερ ημών >>, τσαλαβουτώ στην ελπίδα, γίνομαι ένα με τη φτώχεια, να συμβιβαστώ όμως δεν μπορώ, μένω επαναστάτης, θέλω να κλέψω να σωθώ. Θέλω να σκαρφαλώσω στο περαστικό φορτηγό να κατεβάσω ένα τσουβάλι με πατάτες, στο καμιόνι του γύφτου να γεμίσω  τον κόρφο μου με κρεμμύδια, να σουφρώσω την κοκκινόκοτα του γείτονα, πίσω από τις πικροδάφνες να βρεθώ και να μην αφήσω μία από τις αγκινάρες του ξάδερφου. Να κατρακυλήσω ύστερα στην αμμουδιά που ‘ναι η βάρκα με τους γωβιούς, στην τσέπη μου μετά στο σούπερ μάρκετ ένα σακουλάκι του καφέ να χώσω. Κι αφού μαζέψω μπουκάλες και άλλα ψωμότυρα, πίσω από την πόρτα να ταμπουρωθώ και βαστώντας το γκρα, το φαγοπότι ν’ αρχίσω.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου