Τρίτη 21 Ιουλίου 2015

Τζίτζικες

ΧΡΟΝΟΓΡΑΦΗΜΑ
Του Παναγιώτη Αντωνόπουλου
           Οι  τεμπέληδες << τζίτζικες >> πιαστήκαμε σαν τους ποντικούς στη φάκα.  << Μέρμηγκες >> εργατικοί  μας έκλεισαν τις τράπεζες, σέντσι δε μας άφησαν να αναλήψουμε και να βάλουμε στην πισωτσέπη. Έτσι το στομάχι μας  έμεινε απεργό, το δόντι του ξενοτοπίτη και ντόπιου παμχάφτικου καπιταλισμού μπήκε βαθιά στη σάρκα μας.
           Ανθρωπάκια άφησαν το λαχανοζούμι κι έτρεξαν στα ΑΤΜ. Οι γριούλες, η Βιβή και η Στάσα με τα σαπουνόνερα στα χέρια, έπιασαν θέση στην ουρά του αδελφάτου των νηστικών. Γεροντάκια χάρτινα, με το πενηντάρι στο τσεπάκι, έριχναν γαμοσταυρούς στο εντός και το εκτός πολιτικό φακλαναριό. Εγγόνες, παρηγορούσαν τις γιαγιές που έσκουζαν παραληρηματικά  << πάει η συνταξούλα μου! >> και σκούπιζαν το δάκρυ τους στο μανταρισμένο τσεμπέρι τους.  

            Έδιωξαν το χρήμα έξω οι λωποδύτες, κλείδωσαν στη θυρίδα το χρυσαφικό, οι ίδιοι έγιναν μπουχός για τις Μπαχάμες και την Καραϊβική.  Εδώ άφησαν εμάς, ένα ξεθελιωμένο κράτος να θάψουμε, με λίγα συφιλιδικά ευρώ λερωμένα με το φτύμα τους το σάβανό του να φτιάξουμε. Ούτε τους ένοιαξε αν έχουμε ψωμί, φάρμακο, γιατρό, ένα κότσι προβάτας να γλείψουμε.
            Τι έκανες βολευτάκο για να μη φτάσουμε ως εδώ; Ζεις με τα 6.000 κάθε μήνα κι εμείς με το μεροκάματο, την κουρεμένη σύνταξη, το ελάχιστο γάλα που κατεβάζει η γριά γίδα μας. Τσεπώνεις και άλλα πολλά και μαζί σου με ίδιους ρυθμούς όλοι σου οι μπαταχτσήδες φίλοι. Μου θυμίζεις εκείνον τον ανεκδιήγητο Νόβα που δε νομοθετούσε αλλά μας έγραφε στα << αποτέτοια του >> και σκάρωνε στίχους : << Κι ήταν τα στήθη σου άσπρα σαν τα γάλατα και μου  ‘λεγες: Γαργάλατα! >> 
            Το γεροντάκι που ερειπώθηκε, ο άνεργος νέος, ο άρρωστος που δεν έχει φάρμακο δε σε θέλουν. Τους ρουφάς το αίμα, με το μικρονοϊκό καπιταλιστή που σε στηρίζει, τους παίρνετε το κεραμίδι από τη στέγη, τους χώνετε στην κουβέρτα να τουρτουρίζουν, στους δρόμους τους στέλνετε να γίνουν ζήτουλες και να μαζεύουν ψίχουλα. Εκεί χαμένοι οδύρονται, φωνάζουν και παραληρούν: << Αχ, πατρίδα μου τι κρουνοί βρώμικοι από χημικό και απόβλητο σε πνίγουν! Τι αέρας γυάλινος σου σκίζει την καρδιά! >>
           Η ανάπτυξη τρύπιος μανδύας, η κοινωνική πολιτική σου ένα σκουληκιασμένο φύλλο συκής. Πίσω τους κρυμμένες μύριες διαστροφές, κλεψιές, πάθη, ένα κερδαλεόφρον στόμα που τα χάφτει όλα. 
           Μια δύναμη χρειάζεται, ένα Τέρας, μια κλωτσιά να σου δώσει και σαν άπλυτος σκύλος να χαθείς.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου