Δευτέρα 25 Ιανουαρίου 2016

Κοκκινίζει η μύτη μας

ΧΡΟΝΟΓΡΑΦΗΜΑ
Του Παναγιώτη  Αντωνόπουλου
              Αλέξη, Τρέμη, Όλγα Γεροβασίλη, Μίχαλε και οι συν του σιναφιού σας, μάθετε πως ο χειμών θα ενσκήψει χίτης, βαρύς και κρύος. Εσείς καλά θα τη βγάλετε στη ζέστη κατ’ οίκον, στα Χίλτον και στις βίλες σας. Εμείς οι λιγούρηδες της τρίτης ηλικίας, οι νηστικοί, οι άνεργοι, οι χρεωμένοι, οι άρρωστοι, οι μπατίρηδες και οι άθλιοι του Βίκτορος Ουγκώ, πώς θα ζεσταθούμε; Με στεγνή τσέπη τι πετρέλαιο θέρμανσης ν’ αγοράσουμε, τι καυσόξυλο να προμηθευτούμε, με τι γκάζι να ταϊσουμε τη φιάλη να βγάλει φλόγα και να ζεστάνει τις αρθρώσεις μας;
            Θα αναγκαστούμε να ορειβατήσουμε σε κρημνώδη Κιλιμάντζαρα να  μαζέψουμε ξύλα, τους χαμηλούς γήλοφους να ξεχάσουμε, τα κόκαλά μας εκεί στις ρεματιές και στις χούνες ν’ αφήσουμε; Κι όσο να ξορκίζουμε  << χειμώνα πολυέξοδε, φαγά και λιγοδούλη >>  στο τσουκάλι δε θα βράζει το όσπριο, μήτε το σιτιρέσιο θα γεμίζει το τραπέζι. Ο χειμών θα είναι της Στέπας κρυαρίτης, δε θα χαμπαριάζει από λόγια, θα μας θάψει κάτω από τη σκέπη του με τους σωρούς το χιόνι θα μας ψύξει.

             Ο χειμών είναι ένας άγριος Πολύφημος, που σκοτώνει και τρώει, συντρόφους φτωχούς, περιπλανώμενους άνεργους, γέροντες ρακοσυλλέκτες. Τους στρώνει στα κοντά, σκορπάει μουστακαλήδες βοριάδες, νύφες χιονιού, αρπακτικές μάζες ψύχρας, και σαν τους κέφαλους  τους καταψύχει.
              Τρία χρόνια τη βγάζω με μια  ξυλόσομπα σκουριασμένη, τα μπουριά της σάπια, το ξύλο μαζεμένο από το λόγγο με το ‘να χέρι τη   μαγκούρα και στ’ άλλο το σακί.  Η ατελής καύση την κάνει Αίτνα, ο χώρος ντουμανιάζει από οσμώσεις μαύρου καπνού, το τοξικό του νέφος μας πνίγει φαμελικώς, το πνευμόνι αιμορραγεί και φτύνουμε αίμα.
              Φέτος δε θα την ανάψω, χάλασε έγινε χάρβαλο και δεν περισσεύει ευρώ να πάρω άλλη. Έχει γίνει θηρίο ανήμερο, δε δαμάζεται κι έχει κλατάρει τόσο που φοβάσαι να κάτσεις κοντά της. Οι φλόγες υψώνονται από τις τρύπες, φτάνουν στο ταβάνι, τρίζει, βογκά, βουίζει, πετάει σπίθες και χορεύει σαν μολότωφ πριν εκραγεί. Ένα μπουμ μια άξαφνη αστραψιά και πήραμε φωτιά. Αν είναι και τα εγγόνια εκεί; Να τα κάνω ψητά; Θεέ  μου, συγχώρα με!
                << Χιόνισε και κάναμε μιαν άσπρη στοίβα τόση! Τέτοιο χιόνι πούπουλο, Θεέ μου, να μη λειώσει! >> μας διάβαζε ο δάσκαλος και πεταγόμαστε έξω από την αίθουσα σαν φελλοί από μπουκάλια να παίξουμε χιονοπόλεμο. Τώρα ακούμε χιόνι και παγώνει το αίμα μας, κοκκινίζει η μύτη μας, τρέχουμε στην αποθήκη να βρούμε καμιά χλαίνη να φορέσουμε, καμιά κουβέρτα να διπλωθούμε.
                 Περισσότερο της τρίτης ηλικίας που το φαιδρό λαϊκό σβουρίζει στ’ αυτιά τους και λέει: << Ήρθε το καλοκαιράκι, στρίβει ο γέρος το μουστάκι, μα όταν έρθει ο χειμώνας, πάει ο γέρος βλαστημώντας >>.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου