Του Παναγιώτη Αντωνόπουλου
Ω! Τι θρήνος! Τι ράγισμα καρδιάς! Εχθροί της ζωής και της χαράς, πλάσματα ολέθρου, όρνια και φαντάσματα της πλουτώνειας νύχτας, τους κόμπους από τα αίματα που στάζουν στα φονικά τους χέρια ξεπλένουν σε έρμης τάφρου την τρομάρα. Η ψυχούλα του σκοτωμένου άγγελου στο Χαλέπι λικνίστηκε στο δακρυσμένο σύννεφο, πέταξε για τη θλιμμένη λαγκαδιά των ασφοδελών, έσμιξε εκεί με τη θλιμμένη μοναξιά, πίσω της άφησε τα δυο αδέρφια να βογκούν αγκαλιασμένα σαν δυο σύθαμπες νησίδες πριν σωριαστούν κάτω από σεισμό.
Γραφτό του ήταν στης νιότης του το άνθος να πάει απ΄ το δρεπάνι του εχθρού. Γραφτό να τον σκεπάσει ο πέπλος της νυχτιάς, γραφτό και ένα αεράκι της ανατολής να φέρει το μοιρολόι των δυο αδερφών του στη δική μας σιωπή και στην οδύνη των δικών μας σπιτιών:
<< Για πες μου, αδερφάκι μου; Τι του ζήλεψες αυτού του κάτου κόσμου; Ευτού βιολιά δεν παίζουνε, παιγνίδια δε βαρούνε, ευτού συνδυό δεν κάθουνται, συντρείς δεν κουβεντιάζουν, είναι κ’ οι νιοί ξαμάρτωτοι κ’ οι νιές ξεστολισμένες και των μανάδων τα παιδιά σαν μήλα ραβδισμένα >>.