Σάββατο 5 Απριλίου 2025

 

Διήγημα

 

                              H γυναίκα   του Πουατιέ


 

 

 

 

                                                   Του Παναγιώτη  Αντωνόπουλου

 

 

 

 

               Η  γυναίκα  μπήκε  στο  facebook  κι   έκανε την  ανάρτηση:  <<  Γιατί τα παιδιά φέρονται  χειρότερα όταν  βρίσκεται η μαμά τους μπροστά >>. Το κείμενο  εκτενέστατα και μεθοδικά έκανε την ανάλυσή του αφήνοντας πολλές αιχμές για παρέμβαση και σχόλια από τους αναγνώστες.

              Ο συγγραφέας  διάβασε το κείμενο, το βρήκε συναρπαστικό και σχολίασε: << Μακριά από τη μάνα τους  τα παιδιά νιώθουν ανασφάλεια, μόλις όμως τη βλέπουν δίπλα τους ασφαλίζονται κι αυτό τους δημιουργεί εγωκεντρικές  συμπεριφορές. Φωνάζουν: Εδώ είμαστε! Δώστε μας σημασία! για να τα προσέξουν. Αυτό συμβαίνει  και στους μεγάλους. Πολλές φορές το εγώ τους γίνεται υπερεγώ όταν βρίσκονται ανάμεσα σε άτομα κυρίαρχα ή πολύ αγαπημένα! >>

           Σε λίγο διάβασε την απάντηση: <<  Έχεις δίκιο, έτσι είναι! Μου αρέσουν αυτά τα άρθρα για τις συμπεριφορές μικρών και μεγάλων! >>

              Πάντα όταν τα κείμενα ήταν ενδιαφέροντα και τον συγκινούσαν σχολίαζε, ξεδιπλώνοντας την προσωπική αλλά και την επιστημονική του άποψη με κέρδος την ικανοποίηση της έκφρασης και την ανταλλαγή απόψεων και ιδεών.  Έτσι μια μέρα σχολίασε ένα κείμενο για τον έρωτα και έγραψε: << Σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, αρχικά  υπήρχαν πλάσματα διπλά, δηλαδή ήταν αντρόγυνα, σ’ ένα σώμα το αρσενικό και το θηλυκό. Τα πλάσματα αυτά συνωμότησαν για να φτάσουν στον Ουρανό. Ο Δίας λοιπόν τα τιμώρησε χωρίζοντάς τα σε δυο ίσα μέρη. Από τότε κάθε μισό ψάχνει το άλλο μισό του από το οποίο κάποτε αποχωρίστηκε. Έτσι ξεκινάει ο έρωτας >>.

              Θυμόταν πως δέχτηκε πολλά επαινετικά σχόλια κι ένας τολμηρός αναγνώστης τον χαρακτήρισε << φιλόσοφο >>. Άλλη μια φορά έγραψε για το Μυθιστόρημα: << Πως είναι συνθετότερο, υψηλότερο και απαιτητικότερο από τ’   άλλα είδη του πεζού λόγου και σκιαγράφησε τη δομή του με τη Γένεση, την Περιγραφή, ( ιστορία, αφήγηση, γλώσσα ) και την Ερμηνεία.  Ακόμα είχε πει πως το Μυθιστόρημα βασίζεται σε μια ιστορία σ’  ένα μύθο. Αυτή η ιστορία είναι πλαστή. Τι σημαίνει αυτό;  Το ερώτημα θέτει αμέσως το πρόβλημα της  σχέσης της τέχνης με την πραγματικότητα. Τι είναι όμως η πραγματικότητα; Είναι αυτό που μπορεί να παρατηρηθεί, να καταγραφεί, να μελετηθεί και να αποδοθεί με την έκφραση στη λογοτεχνία >>.

         Πάλι τα  ίδια. Είχε ωραία σχόλια και διθυράμβους για τις γνώσεις του που τον ανέβασαν στα ύψη. Αυτή η ενθουσιώδη αντιμετώπιση των αναγνωστών ήταν όπως είπαμε και η αμοιβή του. Ικανοποιώντας αυτή τη   γνωστική του  αυταρέσκεια τον έκανε να έχει συνεχείς επικοινωνίες με φίλους και να συνομιλεί μέσα από μηνύματα και σύντομα like.

         Πέρασε λίγη ώρα να κοιτάζει τα κείμενα στη ροή και στο μυαλό του ήρθε η γυναίκα με τη δική της ανάρτηση. Μπήκε στο χρονολόγιό της και της έγραψε: << Στο χρονολόγιό μου έχω δυο μυθιστορήματα, χρονογραφήματα και διηγήματα. Μπορείς να διαβάσεις στον ελεύθερο χρόνο σου. Χαιρετισμούς από την Ελλάδα. Για το Πουατιέ της Γαλλίας που μένεις ξέρω αρκετά. Ενδιαφέροντα είναι οι μεσαιωνικές εκκλησίες, το πάρκο και οι τρεις ένδοξες μάχες του >>.

          Δεν άργησε να πάρει απάντηση: << ok. Θα  το κάνω με την πρώτη ευκαιρία! >>

           Την άλλη μέρα  ήταν Κυριακή. Είχε γυρίσει από μια παρουσίαση βιβλίου κι ένιωθε κουρασμένος. Άνοιξε τον υπολογιστή και μπήκε στα μηνύματα. Τον είχε θυμηθεί και του είχε στείλει  μήνυμα γράφοντας τα εξής: << Διάβασα το διήγημά σου  << Αχτίδα κίτρινη γλυκιά >>. Με συνεπήρε το κείμενο. Μου άρεσε πολύ η έξυπνη δομή του και ο λόγος του. Το βρήκα πολύ κομψά δοσμένο και ερωτικό. Αυτό που με τρελαίνει με το γράψιμό σου είναι ο ενθουσιασμός που δείχνεις και η ζωτικότητα που σε πλημμυρίζει. Απ’ ότι γράφεις ξεπηδά και μια αθωότητα σαν του μικρού παιδιού. Συνέχισε έτσι, είναι μεταδοτικό >>.

         Χάρηκε  με τα ωραία της λόγια και μια τρυφερότητα συναισθημάτων διαπέρασε το σώμα και την ψυχή του.  Αναρωτήθηκε πως θα ήταν η γυναίκα αυτή στην όψη και στον ψυχισμό της. Από τα μηνύματά τους που είχαν ανταλλάξει εδώ και δυο μήνες είχε μάθει πολλά αλλά και πολλά του ήταν άγνωστα. Του είχε πει πως έφυγε από την Ελλάδα λόγω της οικονομικής κρίσης, πως έμενε και δούλευε στο Πουατιέ σε εταιρεία κατασκευής έργων σαν μηχανικός διασφάλισης ποιότητας, πως ήταν παντρεμένη και είχε ένα γιο, ένα πρίγκιπα τριών ετών και πως ζούσε απλά την καθημερινότητα χωρίς εξάρσεις και  ζωηρές απολαύσεις. Ακόμη της  άρεσε το θέατρο,  η λογοτεχνία και η ποίηση. Αυτό τον έκανε να της στέλνει με μηνύματα ποιήματα και να  επαναλαμβάνει εκείνο της Μαρίας Πολυδούρη, που τόσο της άρεσε: <<Δεν τραγουδώ παρά γιατί  μ’ αγάπησες στα περασμένα χρόνια… Μόνο γιατί με κράτησες στα χέρια σου μια νύχτα και με φίλησες στο στόμα, μόνο γι’ αυτό είμαι σαν κρίνο ολάνοιχτο κ’ έχω ένα ρίγος στην ψυχή μου ακόμα, μόνο γιατί με κράτησες στα χέρια σου … >>

          Την έφερε πάλι στη σκέψη του σαν μια θεά του Πουατιέ  και μπήκε στο χρονολόγιό της. Διάβασε τα υπόλοιπα μηνύματά της και όταν τελείωσε της έγραψε ακόμη ένα και της το ‘στειλε:  

         << Πάρα πολύ καλό για να είναι αληθινό >> μου έγραψες στο μήνυμά σου για το διήγημά μου << Άρωμα γυναίκας >>. << Γλυκό με ωραία γλώσσα  >> για το χρονογράφημα << Ρήνη >>. << Είσαι σκληρός σαν μάρμαρο και διαπεραστικός σαν την εγγλέζικη ομίχλη >> για το ποίημα μου << Αχνόθερμη όψη >>. Ρόδινη αυγή τα λόγια σου, ανθός που τρεμίζει το νόημά τους. Κι ως ξέσπασε από χαρά το βιολί  μες στην καρδιά μου, Ηλιαχτίδα σε βάφτισα, Ηλιαχτίδα του Πουατιέ της Γαλλίας, αφού εκεί κάτω από το μέγα  ουρανό του η ζωή σου από τις μνήμες ξεπηδάει. Και σε φαντάζομαι πάνω στο ωραίο σου κορμί, σειστή να περπατάς σε κάποιο μακρινό σκοπό να πηγαίνεις.  Τις πόρτες να περνάς και ο καθείς να σε θαρρεί σαν φίδι που χορεύει πάνω σε ξύλινο ραβδί. Ύστερα όνειρο στιγμιαίο στις όχθες του Σηκουάνα να γίνεσαι, επιβάτισσα μετά στο συνωστισμό του υπόγειου τρένου, θεσπέσια ύπαρξη στη συνέχεια έξω από τον πύργο του Άιφελ να χτενίζεις με τα λευκά σου δάχτυλα τα στάχυα των μαλλιών σου. Τέλος μακριά από τη σιωπή τη γεμάτη ρυτίδες, καθισμένη γόησσα  στη γωνιά του πάρκου να διαβάζεις, τις βουερές μαχητικές σου μέρες ανέγνοιαστη να διασχίζεις απαγγέλλοντας τους στίχους του Μπωντλαίρ: << Κάποιο πρωί μ’  ολόφλογη φαντασία, κινάμε γεμάτη πόθο την καρδιά κι έχτρες που μαραζώνουν και της ψυχής μας το άπειρο, ως με κύμα πάμε, λικνίζουμε σε θάλασσες τρανές μα που τελειώνουν. Άλλοι χαρούμενοι που μια πατρίδα αφήνουν, άλλοι το φριχτό λίκνο τους και μερικοί, αστρολόγοι, που ωστόσο μες στα μάτια μιας γυναίκας  επνιγήκαν,  της  Κίρκης  με  το  επίφοβο  μοσχοβοτανολόγι >>. 

              Ηλιαχτίδα του Πουατιέ η πατρίδα μας η Ελλάδα έγινε Κίρκη! Μας μεταμορφώνει σε πεινασμένους Πτωχοπρόδρομους, στους δρόμους της γυρνάμε νηστικοί, με τρύπιο ρούχο και άθλιο πανωφόρι. Διαρκώς στερημένοι και ούτε ορεγόμαστε ευωδιαστό μονοκυθρίτσιον, χορδοκοιλίτσια και νόστιμο σφουγγάτο που σε σωρούς αχνίζουνε στα τραπέζια των μικρονοϊκών αρχόντων μας.

              Τόση είναι η πείνα μας που το οικονομικό χάσκον χάος και μένα χωρίς σέντσι έχει αφήσει. Γράφω με δανεικό στυλό, στο μέλλον ίσως τον στερηθώ, έλλειψη που μπορεί να μου στοιχίσει, γιατί χωρίς γραφή θα πέσω σε παρακμή, τον εύηχο τίτλο του << Δημιουργού του Ιονίου >> που μου χάρισες θα τον χάσω!

            Τελειώνω. Για να μην έχει το τέλος του λόγου μου πικρή υφή με στίχο εύσπλαχνο της πατριώτισσας Μαρίας Πολυδούρη  θα ντύσω. Στίχοι αφιερωμένοι σε σένα την άφθαρτη και την αιώνια του Πουατιέ, τη σμιλεμένη από το χέρι του άυλου και παρθένου χρόνου. << Κοντά σου δεν ηχούν άγρια οι ανέμοι. Κοντά σου είναι η γαλήνη και το φως. Στου νου μας τη χρυσόβεργη ανέμη ο ρόδινος τυλιέται στοχασμός >>.

         

 

                                               = = = 

 

 

           Πέρασε άλλος ένας  μήνας χωρίς να χάσουν την επαφή τους. Στις  22 Σεπτεμβρίου πήρε ένα μήνυμα που του έλεγε: << Έχω νέα. Προέκυψαν επαγγελματικές αλλαγές και για τον επόμενο μήνα θα τρέχω σαν τρελή. Μετά για εννέα μήνες θα είμαι στην Ελλάδα, στην Πάτρα. Συνεχίζω μια δουλειά που είχε μείνει στη μέση από ένα παλιό έργο και θέλουν να την τελειώσω. Αυτό  σημαίνει μετακόμιση από Γαλλία και καινούριο σπίτι στην Πάτρα >>.

           Χάρηκε για την επιστροφή της στην Ελλάδα όχι όμως για την ταλαιπωρία της. Παράλληλα ένιωσε την επιθυμία να πιει και να διαβάσει ποίηση. Πήγε στο μπαρ με τα ουίσκι και χαρούμενος σαν μικρό παιδί άνοιξε το πορτάκι του. Άπλωσε με εξαιρετική απαλότητα τα χέρια του, πήρε το μπουκάλι  και το ποτήρι και επέστρεψε για να καθίσει στο μικρό ξύλινο ορθογώνιο τραπέζι, μπροστά από το μαύρο δερμάτινο σαλόνι. Έτσι νιώθοντας ήρεμος, πίνοντας το πρώτο ποτηράκι μπόρεσε κι έφερε στο νου του όλη την τρυφερή ιστορία με τη γυναίκα που τόσο υπέροχα είχε περιβληθεί με την απαλότητα του λόγου της και τη  δροσιά της ύπαρξής της. Τελειώνοντας το δεύτερο ποτήρι άπλωσε το χέρι του στη βιβλιοθήκη και πήρε τη συλλογή του Μιχάλη Κατσαρού << Κατά Σαδδουκαίων >>.  Άνοιξε και διάβασε: << Αντισταθείτε σ’ αυτόν που χτίζει ένα μικρό σπιτάκι και λέει: καλά είμαι εδώ. Αντισταθείτε σ’ αυτόν που γύρισε πάλι στο σπίτι και λέει: Δόξα σοι ο Θεός. Αντισταθείτε στον περσικό τάπητα των πολυκατοικιών, στον κοντό του γραφείου, στην εταιρεία εισαγωγαί - εξαγωγαί, στην κρατική εκπαίδευση, στο φόρο, σε μένα ακόμα που σας ιστορώ… >>  Έμεινε εκεί ώσπου θυμήθηκε το τελευταίο του μυθιστόρημα << Θύελλα στον Αρκαδικό >>.  Χρειαζόταν μερικές διορθώσεις κι έπρεπε να τις κάνει. Σηκώθηκε και  πήγε στο γραφείο του νιώθοντας πως ένα λουλούδι άνθιζε στην καρδιά του.  

 

 

                                             = = =

 

            Μετά από  δεκαπέντε  μέρες  πήρε  ένα  μήνυμα που του έλεγε: <<  Είμαι στην Πάτρα. Τακτοποιήθηκα  και ανυπομονώ  να σε δω.      Έλα! >>  Πήγε. Την περίμενε στις οκτώ το βράδυ  στο εστιατόριο << Όασις >>.  Όταν  τον πλησίασε για να την ασπαστεί η ντροπαλότητά της ήταν τέτοια που ξεχάστηκε κι έμεινε κοντά του μυρίζοντας το άφτερ σέιβ στην απαλή επιδερμίδα του. Την έβαλε να καθίσει και με ανδροπρεπή φωνή κατάλληλη για την περίσταση της είπε: << Ω! τη εξαίσια είσαι! >> και την κοίταξε γλυκά κατάματα θαυμάζοντας τα λαμπερά της καστανά μάτια. Αυτή έδειχνε αναστατωμένη, αμήχανη και φαινόταν σαν να  μετάνιωσε που τον συνάντησε. Ύστερα  σαν να της κόπηκε η ανάσα και για να πει κάτι ψέλλισε: << Δεν είμαι κατάλληλα ντυμένη! Δεν έφερα όλα τα ρούχα μου από τη Γαλλία! >>

           Η απάντησή του ήταν άμεση: << Μα τι λες; To φόρεμά σου δίνει μια λεπτή δόνηση στο σώμα σου! Τονίζει το αρχιτεκτονικό του περίγραμμα! >>

           Σιγά - σιγά ήρθε η εξοικείωση, ζεστάθηκαν και άρχισαν μια εισαγωγή στην κουβέντα τους με ζεστά λόγια αβροφροσύνης και τυπικότητας. Παρήγγειλαν κοτόπουλο μαρενγκό, σαλάτα, τυρί, σπαράγγια κι ένα μπουκάλι ροδοδάφνη << Achaia clauss >>.  Έφαγαν με όρεξη, ήπιαν αρκετά και κουβέντιασαν πολλή ώρα με μπρίο και κέφι. Στο τέλος και πριν σηκωθούν ο άντρας τη ρώτησε: << Μετά από ‘δω χορεύουμε; >>  Ξαφνιασμένη αυτή, του ζήτησε να της πει πως ξέρει ότι της άρεσε ο χορός.  Σκάζοντας εκείνος ένα γελάκι της είπε: << Εσύ η ίδια μου το έγραψες στο μήνυμά σου, όταν διάβασες το διήγημά μου << Η γυναίκα της οδού Αφροδίτης >> που είχε μέσα τους δυο ήρωες, τον άντρα και τη γυναίκα να χορεύουν. Μου είχες πει πως  λατρεύεις το χορό και σε ταξίδεψα στα παλιά όταν λικνιζόσουν κάτω από τους ήχους του μπαντονεόν. Χόρευες τάνγκο και το λάτρευες! >>

          Η Χριστίνα Μαγδαλένια  δεν του ‘φερε αντίρρηση. Μπήκαν στο club και κάθισαν.  Ο απαλός φωτισμός της αίθουσας και ο μοντέρνος ήχος της μουσικής τους άρεσαν. Τα τραπεζάκια το ένα κοντά στο άλλο έκαναν ζεστή την ατμόσφαιρα. Ήπιαν το ποτό τους και σηκώθηκαν. Η γυναίκα νόμισε πως ο άντρας δεν ήξερα να χορεύει καλό τάνγκο. Τον οδηγούσε αυτή και τον κατεύθυνε. Δεν τον άφηνε να την πλησιάσει για να μη νιώσει την καυτή ανάσα της που έπεφτε πάνω του. Κάποια στιγμή ο άντρας την έσφιξε στη μέση αφήνοντας να φύγει από τα δάχτυλά του   ένα γλυκό μούδιασμα και να της διαπεράσει τη σπονδυλική στήλη. Αισθάνθηκε υπέροχα  αλλά και ενοχή για το χώρο που βρισκόταν χωρίς όμως να δείχνει μετανιωμένη που ήταν γαντζωμένη πάνω του. Στα τελευταία βήματα του τάνγκο με έκπληξη διαπίστωσε πως ο άντρας ξεδίπλωνε τη δεξιοτεχνία του πράγμα που δεν το είχε κάνει ως τότε. Και τη συνέχισε ως και το τελευταίο λεπτό με ξέφρενα στριφογυρίσματα που την παρέσυραν  να λικνίζεται πλέον χωρίς αναστολές ώσπου   του παραδόθηκε  να την κρατά στα ακροδάχτυλά του σαν ένα λουλούδι.

        Στο δεύτερο τάνγκο η γυναίκα κράτησε πάλι την απόσταση κι έδειχνε σφιγμένη. Στο τρίτο καμία δύναμη δεν μπορούσε πλέον να της στερήσει τις δικές της και τις δικές του ικανότητες  να τους παρασύρουν σε ξέφρενα στριφογυρίσματα. Αφέθηκε να χορεύει σαν θεά και τον παρέσυρε κι αυτόν να γίνει ο καβαλιέρος της θεός.

        Κάθισαν. Ο άντρας την κοίταξε στα μάτια, σ’ αυτά τα μάτια που πιο όμορφα δεν είχε δει ποτέ. Κι αμέσως με όλη τη δύναμη  της ψυχής του της είπε τρυφερά: << Χορεύεις αέρινα! >>   

        Χόρεψαν ακόμη δυο βαλς, ήπιαν ένα μπουκάλι σαμπάνια και συμφώνησαν ώσπου να το διαλύσουν να κουβεντιάσουν ανέμελα αστεία πράγματα και κυρίως  περί ανέμων και υδάτων. Το έκαναν και στο τέλος εκείνος λίγο σφιγμένος της πρότεινε: << Και τώρα πάμε στο ξενοδοχείο, στη σουίτα μου να ξεκουραστούμε! >>

        Του έφερε αντίρρηση ως προς το χώρο. Ήθελε στο σπίτι της για να νιώθει ασφαλής. Δέχτηκε και πήγαν. Εκεί κάθισαν στο διθέσιο καναπέ, ο άντρας στη μια άκρη και η γυναίκα στην άλλη. Του έκανε εντύπωση η διακόσμηση του σπιτιού και η μεγάλη βιβλιοθήκη που ήταν φορτωμένη με παλιά και καινούρια βιβλία. Οι ράχες τους όλες καλογραμμένες και πολύχρωμες έφτιαχναν ένα πανηγύρι λέξεων και χρωμάτων που τον έκαναν να μεθύσει από χαρά για την πρωτότυπη αυτή εμφάνισή τους.

         Αφοσιωμένος στην ομορφιά των βιβλίων την είδε να χάνεται στο βάθος του διαδρόμου και να επιστρέφει σε λίγο με δυο ποτήρια γεμάτα ποτό και να του προσφέρει το ένα. Τρελοί από χαρά για τη συνάντησή τους άδειασαν τα ποτήρια μέχρι τον πάτο και ξανάρχισαν την κουβέντα κάτω από τον απαλό ήχο του στερεοφωνικού που έπαιζε μια χαβανέζικη μουσική. Και αφού πλέον φάνηκε πως έπλεαν σε πελάγη ευτυχίας  κοιτάχτηκαν μ’ ένα βλέμμα φωτιά. Δεν υπήρξαν προκαταρκτικά και οι δυο ήξεραν τι τους περιμένει.  Η γυναίκα αντιστάθηκε στην αρχή αλλά σαν ο άντρας την τράβηξε πάνω του παραδόθηκε μέσα σε μια υπέροχη γαλήνη. Κι έτσι όπως την αγκάλιασε με τόση τρυφερότητα εκείνη έλιωσε αφάνταστα ενώ η υπέρτατη θέλησή της να τον κάνει δικό της έγινε πιο απέραντη που ένιωσε για μια στιγμή τις φλέβες της να καίγονται και μια  συναρπαστική ηδονή να διαπερνά το σώμα της. Κι όσο το υπέροχο χάδι του άγγιζε  κάθε τόσο τις καμπύλες και τις ευαίσθητες καυτές ζώνες του κορμιού της άλλο τόσο και ο ίλιγγος της πλήρους εξουθένωσης μαζί του γινόταν γλυκός κι έντονος. Ώσπου το ζωντανό κορμί του άντρα μπήκε μέσα της και  τότε ένιωσε το είναι της να χάνεται κι αυτή να λιώνει μέσα στη φλόγα του πάθους και στην υποταγή της αρχέγονης ηδονής. Και τότε φοβισμένη από την τρομερή εισβολή μέσα της  του αντρικού κορμιού γαντζώθηκε πάνω του. Έτσι άφησε ελεύθερο τον εαυτό της και παρασύρθηκε ανυπεράσπιστη πια στη δίνη του ερωτικού νήματος.

          Μετά την πράξη ο άντρας την αγκάλιασε τρυφερά και της είπε: << Και τώρα σ’ αφήνω στην κρίση σου >>.  << Ότι έγινε το ‘νιωσα σαν βέλος που μου άγγιξε την καρδιά αλλά δε με πλήγωσε! >> του ψέλλισε η γυναίκα και σύρθηκε κοντά του από τη δύναμη της έλξης του.  << Έτσι είναι! >> της απάντησε κι εκείνος και την κοίταξε βαθιά μέσα στα μάτια, τα πιο όμορφα μάτια που είχε δει ποτέ του.

          ellinikoxronografima.blogspot.gr

           

         

 

 

        

 

 

 

                             Παναγιώτης  Αντωνόπουλος

             Διήγημα


                               Η γυναίκα της οδού Αφροδίτης

 

 

              Ο Τόμας σαν κλείδωσε την πόρτα πίσω του κι έριξε μια αδιάφορη ματιά στον ευρύχωρο χώρο του δωματίου του, άναψε ένα τσιγάρο και πλησίασε το παράθυρο. Εκεί μ’ ένα χαμόγελο στο ευφυές πρόσωπό του, άρχισε να  κοιτάζει για πολλή  ώρα την αδύνατη φωτισμένη και τυλιγμένη στα βαθιά σκοτάδια μικρή πολιτεία την οποία εμπορικοί και προσωπικοί λόγοι τον ανάγκασαν να την επισκεφτεί.

            << Α, αχά >> τσίριξε σε μια στιγμή έτσι που η φωνή του φάνηκε να ξεστράτισε. << Το βρίσκω ύψιστα, πολύ ύψιστα διασκεδαστικό αυτό που βλέπω! >> ξεφώνισε στη συνέχεια μ’ ένα παρατεταμένο γέλιο για να πει με υπερβολική χαρά: << Όλα γίνονται στην εποχή μας! Κι ένας οίκος ανοχής, σαν αυτόν που βλέπω απέναντι, πάντα δίνει ενεργητικότητα κι επινοητικότητα στους ανθρώπους της πόλης! Ας είναι οπλισμένη με υγεία η κυρία που δίνει το λάγνο και χυμώδες κορμί της με τους θυελλώδεις σπασμούς του στις ανάγκες των αντρών για να ικανοποιήσουν το ερωτικό τους πάθος>>.

          Και μ’ αυτά τα λόγια του στριφογύρισε λίγο αμήχανα στη θέση του και σύρθηκε σιγά - σιγά κοντά στο τραπέζι με τα ποτά.  Άνοιξε ένα μπουκάλι JOHNNIE  WALKER, ήπιε δυο ποτήρια κι αφού τα ευχαριστήθηκε με όλη του την καρδιά ένιωσε μια έντονη νοσταλγία για μια νυχτερινή έξοδο. Έτσι με διάφορους μικρούς και δυσανάγνωστους συλλογισμούς κατέβηκε στην αίθουσα αναμονής του ξενοδοχείου. Εκεί με σύμμαχό του την επιθυμία της γλυκιάς αμαρτίας ετοιμάστηκε να μπει στο μπαρ και να περάσει τη νύχτα του μ’ ένα μπουκάλι κόκκινο κρασί και τη συντροφιά της μουσικής.

           Όμως  ειλικρινά χάρηκε πολύ όταν περνώντας έξω από την πόρτα της τεράστιας σάλας άκουσε κουβέντα και μακρόσυρτα γέλια. Και πριν συγκρατήσει την περιέργειά του, βρέθηκε κιόλας μπροστά απ’ την ανοιχτή πόρτα να θαυμάζει το αξιόμεμπτο που διαδραματιζόταν  μέσα. Αρκετοί καλοντυμένοι ένοικοι του ξενοδοχείου  ετοιμάζονταν κάτω από τις πρόβες με το αιχμηρό και σαρκαστικό ύφος του μαέστρου της ορχήστρας να αποκαλύψουν τις χορευτικές τους ικανότητες σε μια μοντέρνα ίσως γιορταστική εκδήλωση.

        Κι αμέσως όλη τούτη η προβλεπόμενη γνωστή εικόνα του χορού με τα ζευγάρια να αγκαλιάζονται πεινασμένα για σαρκική επαφή, το αναδυόμενο άρωμα από τα γυναικεία κορμιά, τις χαριτωμένες φιγούρες και την έκφραση της ικετευτικής τρυφερότητας στα πρόσωπα του ενός και του άλλου φύλου, πέρασε από τη σκέψη του και του έφερε μια γλυκιά υπερένταση και μια αίσθηση χαράς ανεπανάληπτη. Και τούτο γιατί πάντα έδειχνε μια υπεροχή συμπόνιας στα χορευτικά ζευγάρια και περισσότερο σε όσες γυναίκες τού προσέφεραν τον αυθορμητισμό τους πριν από το χορό, πριν πέσουν στο κρεβάτι του. Έτσι πρώτα κοιτούσε να τους χαρίσει μια γοητευτική έπαρση και συντροφιά και μετά να τις παρασύρει στον ευδαιμονικό ενθουσιασμό της σαρκικής επαφής.

        Με πόσες και πόσες δεν είχε χορέψει και δεν είχε νιώσει την αυθεντική και γερή κομψότητα του κορμιού τους να απορροφάται από τα κυρτά του δάχτυλα που με τόση τέχνη κι απαλότητα τα συγκρατούσαν! << Όμως τώρα είμαι μόνος και συνοδεύομαι από τη μοναξιά μου κι όχι από γυναίκα >> σκέφτηκε  και εγκατέλειψε τη θέση του με μια αιφνίδια νευρικότητα.

         Έξω από το μπαρ του ξενοδοχείου στάθηκε και κάνοντας μια έντονη κλήση με το σώμα του, κοίταξε μέσα από την ορθάνοιχτη πόρτα του. Στο άνετο περιβάλλον του οι λιγοστοί θαμώνες του έπιναν τα ποτά τους και διασκέδαζαν υπό τον ήχο των οργάνων της ορχήστρας που είχε σαν κύριο χαρακτηριστικό την επιβλητική κομψότητα των μελών της, τρεις νεαρούς άντρες και μια πεντάμορφη μικρή κοπέλα.

         << Ω, Θεέ μου, καλό είναι να μην μπω μέσα και βυθιστώ στο λήθαργο του αλκοόλ >> ψέλλισε κι έμεινε αναποφάσιστος κι ακίνητος στη θέση του. Και άλλες φορές σαν τύχαινε να διαβεί μια τέτοια αμαρτωλή πόρτα το πάλευε πολύ να την αποφύγει νιώθοντας ευτυχής σαν δεν την περνούσε. Κι αν μακριά της ύστερα εξασφάλιζε και κάποια ήρεμη στιγμή γεμάτη με λεπτότητες σ’ ένα οικείο ή φιλικό περιβάλλον, τότε ήταν που κολυμπούσε σε πελάγη ευτυχίας!

        << Με συγχωρείτε, κύριοι, δε θα μπω! >> είπε με χαρακτηριστική άνεση στον εαυτό του και γλιστρώντας έξω από το ξενοδοχείο, άρχισε να περπατά στην οδό Αφροδίτης την τόσο ονειρική για βραδινούς περιπάτους. << Είμαι υποχρεωμένος να δεχτώ ως τα μύχια της καρδιάς μου, πως εδώ και καιρό έχω ξεχάσει κάποιες γοητευτικές κυρίες που προσφέρουν όμορφες βραδιές >> συλλογίστηκε κάποια στιγμή κατά τη διάρκεια του περιπάτου κι έδειξε μεγάλη διάθεση να ικανοποιήσει την επιθυμία του αυτή. Έτσι σαν στάθηκε κάτω από την επιγραφή του οίκου ανοχής κι ένιωσε μια βαθύτατη γιορταστική συγκίνηση με την ιδέα και μόνο της επίσκεψής του στη λαμπερή και μυρωδάτη ατμόσφαιρά του, πέρασε την πόρτα και βρέθηκε να κάθεται χωρίς κανέναν ενδοιασμό στο μικρό σαλονάκι του.

     << Τι κάθεσαι εκεί και δεν περνάς μέσα;>> του είπε χαμογελαστή ύστερα από λίγο η γυναίκα σαν ήρθε και στάθηκε δίπλα του, δείχνοντας μια μικρή έπαρση με το προκλητικό και αιθέριο σώμα της. Το διάφανο μεταξωτό με ρίγες σατινέ νυχτικό της, με τις κόκκινες δαντέλες που έπεφτε πάνω στο στήθος της, τόσο όμορφα, της έδινε μια παράξενη ηρεμία και μεγαλοπρέπεια που όχι μόνο εντυπωσίασε τον άντρα αλλά και θεώρησε σωστό να σηκωθεί από τη θέση του και να της πει με ειλικρίνεια κι έκπληξη:

        << Σε βρίσκω υπέροχη, κυρία μου! Μπορεί να φανώ αναιδής αλλά ζητώ την κατανόησή σου! >> και με μια απεγνωσμένη γλυκύτητα στα μάτια της έπιασε τρυφερά το χέρι.

        Αυτό φάνηκε πολύ χαριτωμένο στη γυναίκα που με μια πρόσχαρη διάθεση τον τράβηξε στο δωμάτιό της όπου διασχίζοντας τον φροντισμένο όμορφο χώρο του, τον έβαλε να καθίσει σε μια αναπαυτική πολυθρόνα, ενώ αυτή ξάπλωσε με μια λικνιστική κι ανάλαφρη κίνηση στο κρεβάτι. Κι αφού  κοίταξε με μια ευγενέστατη ματιά το γοητευτικό πελάτη της, αφαίρεσε ύστερα με χάρη το όμορφο νυχτικό της κι ολόγυμνη του προσέφερε το εκπληκτικό και χυμώδες κορμί της στην ικανοποίηση του ερωτικού του πάθους.

        << Δεν  ήρθα γι’ αυτό!>> της ψέλλισε με ειλικρινή χαρά και διάθεση ο άντρας και φάνηκε να περνά μια δύσκολη στιγμή.

        << Τότε, γιατί ήρθες; >> τον ρώτησε με τρυφερότητα η γυναίκα ενώ άφησε τα φωτεινά της μάτια να γλιστρήσουν με συμπάθεια στο πρόσωπό του.

         << Για κάτι άλλο πολύ σημαντικό!>> ψιθύρισε ζωηρά αυτός κι έδειξε να προσέχει τα λόγια του για να της αρέσει.

         Αμέσως τότε η γυναίκα ανακάθισε στο κρεβάτι της, τύλιξε με τα μπράτσα τα γόνατά της, έγειρε το κεφάλι της με τα ανακατωμένα μαλλιά πίσω και μέσα στη θαμπή διάχυση του αμυδρού φωτός που χάριζε μια μυστηριακή ομορφιά στο σώμα της, του είπε με μια δυσπιστία στα λόγια της:

           << Με κοροϊδεύεις; Δεν έχω τίποτα πιο σημαντικό απ’ το κορμί μου! Αν δε θες αυτό, τίποτ’ άλλο δεν έχω να σου δώσω! >>

        Ο άντρας έπιασε το κεφάλι του με τα δυο του χέρια και της είπε με ιδιαίτερη ηχηρή φωνή:

         << Επιτρέπεις να στο ζητήσω; >> 

         << Εκτιμώ τους καλούς σου τρόπους και περιμένω >> του είπε σε φίνα προφορά και άφησε τα δυο της κατάλευκα χέρια να γλιστρήσουν ανάμεσα στους αφράτους και τορνευτούς μηρούς της.

        << Θέλω να χορέψουμε!>> της είπε με μια αποκαλυπτική ευεξία και την κοίταξε στα μάτια μ’ ένα μείγμα προσμονής και θριάμβου.

         << Τι ωραίο!>> του έκανε αμέσως αυτή αυθόρμητα και τον αγκάλιασε με τη φλογερή ματιά της. << Πού όμως, εδώ; >> πρόσθεσε μ’ ένα νευρικό τώρα γέλιο κι ορθώνοντας το στήθος της που άστραψε σαν μέταλλο, μέσα από το διάφανο νυχτικό, ετοιμάστηκε να σηκωθεί.

        << Όχι, εδώ! >> ψέλλισε χαμηλόφωνα αυτός και εστίασε παρακαλεστικά το βλέμμα του πάνω της.

        << Τότε πού; >> τον ρώτησε ενθουσιασμένη και του χαμογέλασε με νόημα.

        << Στο ξενοδοχείο που μένω!>> της αποκρίθηκε με μια ζωηρότητα και αφού σηκώθηκε από τη θέση του την πλησίασε σε απόσταση αναπνοής.

         << Θα ‘ναι πολύ σημαντικό για σένα, ε ; για να το θέλεις τόσο πολύ >> του είπε με τρυφερότητα  και τον τράβηξε με θέρμη πάνω της.

         << Πολύ, ναι! >> της ψιθύρισε και το πρόσωπό του έλαμψε σαν φωτεινός ουρανός.

         << Το βλέπω στα μάτια σου!>>  Η γλυκιά φωνής της του χάιδεψε για μια ακόμη φορά τ’ αυτιά πριν σηκωθεί απ’ το κρεβάτι και σταθεί δίπλα του.  << Έχεις να πάρει ο διάολος και μια ωραιότητα στα λόγια σου που συγκινείς με το παραπάνω τον αισθηματικό κόσμο των άλλων! Ε, αυτό με κάνει να μην μπορώ ν’ αντισταθώ στην πρόσκλησή σου!>> πρόσθεσε με μια υπέρμετρη ένταση ενθουσιασμού και φεύγοντας στάθηκε μπροστά στην γκαρνταρόμπα της. Εκεί με μια παιδιάστικη κίνηση ντύθηκε το αγαπημένο της ανοιχτό πράσινο φόρεμα με λευκές δαντέλες στο άνοιγμα του στήθους, έβαλε ύστερα μια χρυσή καρφίτσα στο κούμπωμα του λαιμού και φορώντας τ’ αστραφτερά ολόμαυρα με την κομψή μύτη παπούτσια της, του είπε σαν έκανε μια στροφή όλο σκέρτσα γύρω απ’ τον εαυτό της και τον πλησίασε:

        << Πώς με βρίσκεις; >>

        << Αξεπέραστη!>> και γοητευμένος με μια παιχνιδιάρικη γλυκύτητα  της άγγιξε τα μαλλιά.

       << Τότε αφού σ’ αρέσω, πάω να φρεσκαριστώ λίγο! >> του είπε γλυκόλαλα με μια αστεία γκριμάτσα και τον άφησε, γλιστρώντας σαν χέλι από κοντά του.  

 

 

                                           = = =  

 

 

       Θα ήταν μεσάνυχτα σαν άφησαν την οδό Αφροδίτης και σταμάτησαν έξω από την πόρτα του ξενοδοχείου. Στη νυχτερινή σιωπή που απλωνόταν ολοτρόγυρα, ακουγόταν άχρωμος κι έφτανε ως τ’ αυτιά τους μόνο ο ήχος της μουσικής που ερχόταν απ’ την ορχήστρα της αίθουσας. Η γυναίκα κοίταξε τότε τον άντρα με μια μεγαλόπρεπη ματιά και σαν τύλιξε τα χέρια της γύρω απ’ το λαιμό του, του είπε με μια επιφυλακτική αλλά και γιορτινή διάθεση:

    << Αν και νιώθω μια αναξιοπρεπή δειλία θα χορέψω μαζί σου! Κι αυτό το κάνω μόνο για σένα! >>

      << Πάμε μέσα, γίνεται χαλασμός! >> την παρότρυνε και πιάνοντάς την απ’ το χέρι την έσυρε βιαστικά προς την είσοδο.

        << Ω! Θεέ μου, τι ευτυχία είναι αυτή! >> ξεφώνισε με μια αίσθηση ικανοποίησης ο Τόμας σαν είδε τους χορευτές να ξεφαντώνουν πάνω στην πίστα και με μια ζωηρή κίνηση ύστερα έβαλε το αριστερό του χέρι στη μέση της γυναίκας και πιάνοντας με το δεξί του το δικό της τρυφερά στον καρπό, άρχισε μ’ ένα ανάλαφρο τρικύμισμα του κορμιού του να την παρασύρει να χορέψουν. Αυτή ακολούθησε και φάνηκε αμέσως με μια ανάερη φρεσκάδα να του παραδίδεται και μαζί πια να παρασύρονται στη δίνη των βημάτων της έκστασης και της κίνησης  των κορμιών.

       << Επί τέλους αποκαταστάθηκε η τάξη, μέσα μου >> της ψιθύρισε στ’ αυτί προς το τέλος του χορού  κι έδειξε να της υποκλίνεται με μια αυτάρεσκη ευγένεια. Κι αφού συνέχισαν να χορεύουν με ξέφρενο ρυθμό, πρόσθεσε: <<Μοιάζει κάτι το ηρωικό αυτό που κάνουμε >> κι έριξε συγκινημένος το βλέμμα του προς το ακροατήριο που τους χειροκροτούσε με ανείπωτη εξαλλοσύνη.

        << Μόνο ηρωικό;>> συμπλήρωσε με δακρυσμένα μάτια η γυναίκα και γέρνοντας το κεφάλι της τον φίλησε στο στόμα.

         << Πιστεύω πως παίρνεις την υπόθεσή μας πολύ σοβαρά! >> της αποκρίθηκε τότε αυτός σαν γεύτηκε το φιλί της και με μια καλόκαρδη διάθεση που υποδήλωνε κι ένα αίσθημα φροντίδας για τη γυναίκα που του χάρισε μια υπέροχη βραδιά, πρόσθεσε: << Σαν φύγουμε από ‘δω θα ήθελα να δειπνήσουμε στο εστιατόριο του ξενοδοχείου, πίνοντας ένα μπουκάλι κόκκινο κρασί και συζητώντας ένα σωρό πράγματα!>>

          Η γυναίκα δε μίλησε. Μίλησαν όμως τα μάτια της που έλαμψαν από χαρά. Και μ’ ένα δεύτερο φιλί στο στόμα του, του έδειξε την πρόθεσή της να τον ακολουθήσει και να του φανερώσει την ερωτική της απειλή.

       ellinikoxronografima.blogspot.gr

     

 

   Διήγημα

                                Η ευωδιά της γυναίκας


                           

                                                  Παναγιώτη Αντωνόπουλου

 

          Ο άντρας μόλις είχε έρθει από το πάρκο του ξενοδοχείου κι έπινε το ποτό του στη μεγάλη και πολυτελή αίθουσά του. Η ονειροπόλα γυναίκα που εκείνη τη στιγμή μπήκε στην αίθουσα, μ’ ένα ρυθμικό κι αργό βηματισμό και κάθισε απέναντί του, τον ξάφνιασε τόσο, που, νόμισε πως της υποκλίθηκε αδέξια μαζί με μια καλοσυνάτη κι εξεταστική ματιά.

          Έσβησε ύστερα το τελειωμένο του τσιγάρο στο τασάκι κι αφού πήρε άλλο από την ταμπακέρα του, το άναψε και σαν το ‘φερε στα χείλη και ρούφηξε δυνατά τον  καπνό του, άρχισε να την κοιτάζει αχόρταγα, μ’ ένα χαριτωμένο χαμόγελο. Ήταν στολισμένη όμορφα και το καλοραμμένο ακριβό φόρεμά της, τής έδινε μια αρχοντική λάμψη και μια νεανική στιλπνότητα. Τα πόδια της μέσα στα μαύρα παπούτσια με τα σταυρωτά λουράκια, έδεναν τόσο υπέροχα που έλεγες πως δεν υπήρχαν πιο χαριτωμένα πόδια σε ολόκληρο τον κόσμο. Κι όπως καθόταν στην καρέκλα της βολικά και κομψά μ’ εκείνη τη σιγουριά στο βλέμμα της, θαρρούσες πως πετούσε σε φιλντισένια άμαξα!

          << Η Τάνια, είναι! >> ψιθύρισε ενθουσιασμένος ο άντρας και τα μάτια του πήραν την έκφραση που παίρνουν τα παιδιά σαν τους διαβάζεις ωραία παραμύθια και τους δείχνεις τις περίτεχνες ζωγραφιές.   

          Και σαν σηκώθηκε απαλά από τη θέση του, σκέφτηκε το παρελθόν της μαζί του για να αναφωνήσει μέσα σε τρελή έξαψη: << Πάνε δώδεκα χρόνια από τότε! Ποτέ δεν το φανταζόμουν πως θα τη συναντούσα! >> Κι αφού στριφογύρισε λίγο, έκανε δυο βήματα και την πλησίασε.

          Εκεί σαν την κοίταξε με ανασηκωμένα φρύδια και με μάτια που φαίνονταν λυπημένα, αλλά μαρτυρούσαν εξαιρετική ένταση, της είπε, τρυφερά: << Θεός φυλάξει, Τάνια! Με κανένα τρόπο δεν το περίμενα να σε δω, ύστερα από τόσα χρόνια! Κι όμως να, που η θέρμη σου, όπως τότε με τράβηξε κοντά σου! >>

          Η Τάνια τον κοίταξε μ’ ένα παράξενο συναίσθημα. Σαν τον γνώρισε, σήκωσε λίγο αδέξια το δεξί της χέρι και του ψιθύρισε με μια ευδιάκριτη συγκίνηση:  << Μη φλυαρείς, σε παρακαλώ, μη φλυαρείς ! Κάθισε γιατί έχουμε τόσα πολλά να πούμε! >> και με  μια ευδιάθετη συμπεριφορά που έκανε τις γαλάζιες φλεβίτσες της στους λεπτούς κροτάφους της να γίνουν ακόμη πιο χλομές απ’ ότι ήταν, του πρόσφερε την καρέκλα να καθίσει.

           << Δεν ξέρω γιατί … >> της είπε αμέσως ο άντρας, δείχνοντας πως ήθελε να δικαιολογηθεί για το παρελθόν,  << αλλά να, οι καταστάσεις ήταν τέτοιες που με οδήγησαν χωρίς να το θέλω, μακριά σου… >>

          << Μη μιλάς άλλο γι’ αυτό ! >>  τον διέκοψε με αυστηρό τόνο στη φωνή η γυναίκα και συνέχισε με μια σοβαρότητα στα λόγια της : << Μη φλυαρείς άλλο και μη μιλάς γι’ αυτό ! Ας αφήσουμε στην άκρη τα αηδιαστικά καπρίτσια μας κι ας δούμε  τι  θα  κάνουμε από ‘δω κι  εμπρός ! >>

          Και κοιτάζοντάς τον με πάθος στα μάτια, πρόσθεσε με ικετευτικό τόνο : << Ένα σου λέω, μόνο ! Πως γράφω στα παλιά μου τα παπούτσια όσα μας χώρισαν ! Και για να μη γίνουμε παλιάτσοι από εδώ και μπρος, σου ζητώ να συναντηθούμε το βράδυ ! >>

          << Σ’ ευχαριστώ ! >> της είπε εγκάρδια τότε ο άντρας και παίρνοντας το κομψό της χέρι της το φίλησε τρυφερά.  Κι αφού της το άφησε με μια μικρή συγκίνηση, πρόσθεσε, σαν αφηρημένος και σκεπτικός : << Βαρύς ο σταυρός του μαρτυρίου ! Βαρύς ! Ωστόσο αξίζει να τον σηκώνει κανείς ! >> και μ’ ένα αστραφτερό φρεσκάρισμα στο βλέμμα του, της είπε, κοιτάζοντας με θαυμασμό το υπέροχο χτένισμά της: << Στο σπίτι μου ! Εκεί θα συναντηθούμε ! Ξέρω πόσο σου αρέσει ! Εκεί η αθώα σου έκφραση έβρισκε πάντα την ανάλαφρη διαστροφή του πάθους σου ! >>

          Τα λόγια αυτά ήχησαν όμορφα στ’ αυτιά της που την έκαναν να γελάσει ελαφρά. Κι αφού τον κοίταξε με στοργή με τα μικρά και χωμένα βαθιά μάτια της, του είπε μ’ ένα τρανταχτό γέλιο : << Στο σπίτι σου, ναι! Να με περιμένεις γύρω στις δέκα ! >>

          Κι αφού σηκώθηκε κι έβαλε με έμφαση την καρέκλα στη θέση της, κατευθύνθηκε με βήμα αγέρωχο στην πόρτα της εξόδου.

 

 

 

 

                                                = = =

 

 

 

 

          << Προς το παρόν δεν έχω να κάνω τίποτα άλλο, παρά να ετοιμάσω το μπαρ και τη βιβλιοθήκη >> σκέφτηκε ο άντρας σαν κάθισε στο σαλόνι του σπιτιού του και φωτίστηκε με μια απέραντη ενεργητικότητα κι επινοητικότητα. 

          Έτσι αφού σηκώθηκε, στάθηκε μπρος από την πανάκριβη βιβλιοθήκη με τα σπάνια και παλιά ωραία βιβλία που τόσο άρεσαν στην Τάνια και με μεθοδικότητα και ιδιαίτερη φροντίδα τα ταχτοποίησε με γούστο για να φαίνονται θαυμάσια στην εκρηκτική ματιά της κάτω από το φως της όμορφης αίθουσας.

          Ύστερα σαν έβαλε σε περίοπτη θέση και το βιβλίο του Μιχάλη Κατσαρού << Κατά Σαδδουκαίων >> με το άριστο φιλοτεχνημένο εξώφυλλο του Περικλή Παντελεάκη, αποτραβήχτηκε και φανερά ευχαριστημένος για τον εντυπωσιασμό που θα εξασφάλιζε στην Τάνια, η θέα του, δοκίμασε να διαβάσει τα αναγραφέντα στο εξώφυλλο, όπως θα ‘κανε  κι εκείνη σαν θα ‘βλεπε το έργο του αξιαγάπητου ποιητή της.

          << Τότε αφού γκρέμισαν τα πρώτα παλάτια τους, ντύθηκα τη στολή του αυτοκράτορα, την πράσινη μεταξωτή στολή με τους ταφτάδες >> ψιθύρισε και με σηκωμένο το κεφάλι από υπερηφάνεια, κίνησε για το μπαρ.

          << Ένα μπουκάλι ουίσκι με δυο κρυστάλλινα ποτήρια είναι ότι πρέπει >> σκέφτηκε κι άνοιξε χαρούμενος το πορτάκι του μπαρ. Κι αφού άπλωσε με εξαιρετική απαλότητα τα χέρια του, πήρε το μπουκάλι και τα ποτήρια και τα ‘βαλε στο μικρό ξύλινο ορθογώνιο τραπέζι, μπροστά από το μαύρο δερμάτινο σαλόνι. Έτσι νιώθοντας ήρεμος μπόρεσε κι  έφερε αδρά στο νου του, το θρίαμβο που θα επακολουθούσε με την εξαιρετική στιγμή της τρυφερής τους συνάντησης και τα έντονα αισθησιακά συναισθήματα που θα τους πλημμύριζαν στην ολοκλήρωσή της.

          Και για να είναι πιο  συνεπής σ’ αυτή την προσμονή του θριάμβου, σκέφτηκε να περιβληθεί με τη δροσιά και την απαλότητα ενός μπάνιου, όπου  μέσα από το μακρόσυρτο τραγούδι και τους αστραφτερούς παφλασμούς του νερού, θα ‘βρισκε  το πάθος για την ανακάλυψη της εξωτικής αίσθησης που απλωνόταν στο θεσπέσιο κορμί της γυναίκας που περίμενε.

          Έτσι αφού έμεινε αρκετά μέσα στα χαϊδολογήματα του νερού, και αναγεννήθηκε το κορμί του από τη ζεστή φροντίδα, βγήκε και φορώντας την πτυχωτή γαλάζια ρόμπα του, κατευθύνθηκε με ευχάριστη διάθεση κι ένα μελωδικό σκοπό στα χείλη του, προς την ανδρική τουαλέτα να φροντίσει το πρόσωπό του και να βοηθήσει την άνθιση μιας έστω πρόσκαιρης άνοιξης στη σκληρή του όψη.

          Κοιτάχτηκε στον καθρέφτη αφήνοντας πάνω του μια χλιαρή ανάσα που μέσα στην αχλή της διέκρινε με εγκάρδιο και φιλικό τόνο το πρόσωπό του που του φάνηκε αρκετά συμπαθητικό στο φωτισμένο γυαλί.  Κοίταξε δίπλα του και ανάμεσα στα πολλά αρωματικά μπουκαλάκια πήρε το αγαπημένο του με την καλογραμμένη ένδειξη <<DOLCE & GABBANA >> κι αρωματίστηκε  πολλές φορές στο λαιμό και γύρω από τις ρίζες των αυτιών του. Πέρασε ύστερα μια απαλή στρώση κρέμας καθαρισμού στο ήδη ξυρισμένο πρόσωπό του για την αναζωογόνηση της τραχιάς επιδερμίδας του κι αφού την άπλωσε για αρκετή ώρα με τα δυο του χέρια, φάνηκε να είπε στον εαυτό του με μια αίσθηση υπεροχής : << Και τώρα μ’ ένα φροντισμένο χτένισμα θαρρώ πως είμαι έτοιμος για τη μεγάλη στιγμή >> κι απλώνοντας το χέρι πήρε από τη θήκη την κόκκινη μεταλλική χτένα που τόσο του άρεσε και την έφερε στα μαλλιά του.

          Κι αμέσως με μια ζωηρή αίσθηση κι αργές και συνεχείς χτενισιές έστρωσε πίσω τα όμορφα και μακριά  χρυσαφένια μαλλιά του.

          << Ναι, ούτε λίγο ούτε πολύ πέρασαν από τότε που την είδα για τελευταία φορά δώδεκα χρόνια κι όσο να ‘ναι έχω κάπως αλλάξει ! >> σκέφτηκε και κοιτάχτηκε με σχολαστικότητα αρκετή ώρα στον καθρέφτη, πριν ξεκολλήσει από μπροστά του και φύγει.

          << Ελπίζω να της αρέσω ! >> πρόσθεσε στη συνέχεια μ’ ένα γιορταστικό και χαρούμενο τόνο και βγαίνοντας από το μπάνιο, προχώρησε με αισιόδοξη και γελαστή όψη στη βεράντα.

           Η μαγεία της νύχτας κάτω από το χρυσαφένιο φως του φεγγαριού τον μάγεψε κυριολεκτικά. Η εντυπωσιακή διάχυσή του στα σπίτια και στα δέντρα του θύμισαν κάποιο πίνακα του Γκόγια. Έτσι αφήνοντας και τη φαντασία του να οργιάσει, ένιωσε τόσο υπέροχα σ’ αυτή του τη νυχτερινή ρέμβη που για μια στιγμή νόμισε πως η ησυχία που απλωνόταν τριγύρω του ήρθε γι’ αυτόν.

          Και κάποια στιγμή  μπόρεσε να φέρει μπρος του μια εξοργιστική μεν εικόνα της γυναίκας που περίμενε αλλά τόσο αισθητική κι ερωτική.

          << Ναι ! Ήταν τόσο ωραία εκείνη η μακρινή ομορφιά της >> σκέφτηκε << που  έστω κι ακατέργαστη θα την αναπλάσω για να την ανανεώσω >> κι αμέσως άρχισε να ξεδιπλώνει στη μνήμη του τη γεμάτη μυστήριο και ηδονή εκείνης της πρώτης τους ερωτικής  πράξης.

           << Σαν αντιστάθηκε η γυναίκα λίγο στην αρχή, ύστερα απροσδόκητα τον τράβηξε πάνω του και του παραδόθηκε με μια υπέροχη γαλήνη.  Κι αφού έσμιξαν με μεγάλη τρυφερότητα  και ξάπλωσαν στο κρεβάτι, κατάλαβε πως εκείνη έλιωνε αφάνταστα, ενώ η υπέρτατη θέλησή της να τον κάνει δικό του, όλο και γινόταν απέραντη από στιγμή σε στιγμή. Κι όσο το υπέροχο χάδι του, άγγιζε κάθε τόσο και λιγάκι τις καμπύλες και τις ευαίσθητες καυτές ζώνες του κορμιού της, άλλο τόσο κι ο ίλιγγος της πλήρους εξουθένωσης μαζί του, γινόταν γλυκός κι έντονος.

          Ώσπου κάποια στιγμή  οι τορνευτοί γλουτοί της, άνοιξαν και το ζωντανό κορμί του μπήκε μέσα της. Και τότε ένιωσε το είναι του να λιώνει μέσα στη φλόγα του πάθους και μια αλλόκοτη δύναμη να τον σπρώχνει να υποταχτεί στη γλύκα του υπέροχου κορμιού της. Κι αφού σε λίγο αφέθηκαν και οι δυο στο ρίγος της αρχέγονης ηδονής, αγκαλιάστηκαν κι έμειναν για πολλή ώρα ανυπεράσπιστοι στη δίνη του ερωτικού τους νήματος >>.

          << Σου είμαι ευγνώμων ως τα μύχια της καρδιάς μου, γι’ αυτό το υπέροχο βράδυ που μου χάρισες τότε και θα μου χαρίσεις κι απόψε >> μονολόγησε έμπλεος από ευτυχία ο άντρας και χαμογέλασε ικανοποιημένος. Κι αφού ζάρωσε ελαφρά τα φρύδια, περπάτησε με την όψη του θριαμβευτή στην κρεβατοκάμαρα.

          Τα δυο παράθυρα ήταν ανοιχτά κι από τον κήπο που τον δρόσιζε ένας απαλός αέρας, έστελνε αφειδώλευτα τις λεπτές μυρωδιές του σε ολόκληρο το χώρο της, αναζωογονώντας  στο ακέραιο τη βαριά ατμόσφαιρα. Πάνω στο μικρό κομοδίνο η φωνή ενός γνωστού τραγουδιστή, σε σκοπό μιας παλιάς κωμικής μελωδίας, μουρμούριζε : << Ένας άνθρωπος γλυκός, ένας άνθρωπος που αγαπά >>.

          Ο άντρας κάθισε στο κρεβάτι και θαύμασε το χώρο που τόσο υπέροχα είχε διακοσμήσει. Στάθηκε πιο πολύ στα πράσινα μεταξωτά κουρτινάκια που τόσο τον εντυπωσίαζαν σε πανηγυρικές και τρυφερές στιγμές και τα θαύμαζε μ’ ένα απερίγραπτο τρόπο. Ύστερα αφού έβαλε το ένα πόδι πάνω στ’  άλλο, πήρε και ξεφύλλιζε ένα τετράδιο, διαβάζοντας που και που κάποιο απόσπασμα από τους στοχασμούς του, που είχε γράψει στις σελίδες του σε ώρες έμπνευσης.

          << Θα μπορούσα να φανερώσω τα πάθη μου μ’ αυτά που γράφω >> σκέφτηκε κάποια στιγμή και το ‘κλεισε, ενώ χάιδεψε με τρυφερότητα την επιχρυσωμένη όψη του.

          Κι ενώ το χέρι του ήταν ακόμη πάνω στη σκληρή και τραχιά επιφάνειά του, ο χτύπος του τηλεφώνου τον έκανε να το αφήσει πάνω στο τραπεζάκι που ήταν εμπρός του και να τρέξει με ιδιαίτερη σπουδή να σηκώσει το ακουστικό.

          << Αγάπη μου ! Εγώ είμαι ! >> ακούστηκε ταραγμένη η φωνή απ΄ την άλλη μεριά. << Κάτι μου έτυχε και δε θα έρθω ! >>

          Ο άντρας γνώρισε τη φωνή της κι αφού έγειρε ελαφρά το σώμα του μπροστά σα να λιποθυμούσε, της είπε με ύφος κλαμένο, χτυπημένος από την εγκατάλειψή της : << Και ήταν όλα έτοιμα !Μα γιατί; >>

          << Τι, να σου πω ; >>   Η σιωπή που ακολούθησε μαζί μ’  εκείνον τον ψυχρό απόηχο της φωνής της, τον διαβεβαίωσαν για την κατάφορη προδοσία της. Έτσι το μόνο που μπόρεσε να τραυλίσει, ήταν τούτο : << Δε μ’  αγαπάς πια, ε ; >>

          << Δεν είναι αυτό ! >> του ψιθύρισε με κάποια ενοχή η γυναίκα και του κατέβασε το ακουστικό.

          Ο άντρας έσφιξε για λίγο πάνω στο στήθος του το ακουστικό και μέσα σε απόγνωση και ταραχή, μουρμούρισε συντριμμένος :

          << Η ίδια όπως πάντα ! Άστατη και φιλήδονη ! >> και μ’  ένα χλωμό γέλιο στα χείλη του, κατευθύνθηκε στο μπαρ κι έπιασε το μπουκάλι. Εκεί σε λίγο μέσα στο γεμάτο ποτήρι του άρχισε να γιατρεύει τη δυστυχία του.

     ellinikoxronografima.blogspot.gr

 

  Διήγημα                      

 

 

                                    Θρύλοι και κάστρα


                           

                                             Παναγιώτη  Αντωνόπουλου   

 

 

          Μια σφοδρή είδηση που κυκλοφορούσε εδώ και μέρες στην πόλη, όχι μόνο πρόδιδε ταραχή και φόβο στους κατοίκους της, αλλά κι άφηνε να ξεπηδήσει από μέσα της και μια ένταση αβάσταχτου δέους.

          Και τούτο γιατί μιλούσε για μια ομάδα Αυστριακών τυχοδιωκτών που κάτω από την  καθοδήγηση του εργοδηγού της, θα έρχονταν σε λίγο καιρό στην πόλη για να αναζητήσουν στις κρύπτες και στα ερείπια του κάστρου έναν αμύθητο, κλεμμένο θησαυρό που τον εγκατέλειψαν βιαστικά στα μέσα του δέκατου τέταρτου αιώνα οι Φράγκοι επιδρομείς που είχαν καταλάβει την πόλη. Εποχή που μάραναν τα ρόδα της και στην ευλογία της ομορφιάς της σκόρπισαν τους καπνούς από τα τριπουτσέτα τους.

           Πίσω όμως από την ομάδα αυτή των τυχοδιωκτών, κρυβόταν ένας Τσέχος επιχειρηματίας από μια παλιά οικογένεια Ουγενότων, πολύ πλούσιος που παρά τον εξευτελισμό που του είχαν προξενήσει οι συμφορές, είχε κατορθώσει να συναναστρέφεται πολλούς φίλους Κροίσους και μαζί τους να πλουτίζει.

          Η παράδοση τον ήθελε κι έμπορα όπλων στη Μέση Ανατολή, ενώ και κάποιοι ψίθυροι που ακούγονταν μιλούσαν και για μια εκτεταμένη  πολυδύναμη επιχείρηση που είχε τα πλοκάμια της στην κεντρική Αφρική και βόρεια Ινδία κι εμπορευόταν το δέρμα των παράνομων σκοτωμένων τίγρεων. 

          Ο ίδιος ήταν κοντός, άσχημος και μονόφθαλμος. Σε μια ενέδρα οι άντρες των σωμάτων ασφαλείας στη Σομαλία τον πυροβόλησαν και γλίτωσε από θαύμα. Έχασε όμως το δεξί  μάτι και την πνευματική του διαύγεια. Ωστόσο αν και ανάπηρος δεν εγκατέλειψε τη δίψα της παρανομίας και του κέρδους αλλά αντιθέτως δραστηριοποιήθηκε περισσότερο αποζητώντας σε μεγαλύτερο βαθμό την επικίνδυνη μαγεία της περιπέτειας.

          Η τρομερή ιδέα έλεγαν που τον έκανε ξαφνικά να νιώσει το αίμα του να τρέξει σαν χείμαρρος στην καρδιά του και να πάρει την απόφαση να επισκέπτεται τα κάστρα και να ψάχνει στα ερείπιά τους για κάποιον υποτιθέμενο κρυμμένο θησαυρό, του γεννήθηκε μια μέρα όταν καθισμένος πάνω σ’ ένα τάφο στο νεκροταφείο των τυχοδιωκτών στη μακρινή Σομαλία, διάβαζε το χοντρόδετο βιβλίο << Το χρονικό του Μωρέως >> που πάντα το κουβαλούσε μαζί του και αντλούσε από τις ιστορικές σελίδες του τη φλόγα της περιπέτειας και τη χαρά του θησαυρού.

          Και τη στιγμή που ήταν έτοιμος να κλείσει το βιβλίο και να ονειρευτεί Φράγκους με μάχες και τεμαχισμένα πτώματα με κομμένα κεφάλια, είδε να ξεπετάγονται μέσα από τον τάφο δυο αρουραίοι. Κι αμέσως μια δαιμονισμένη μανία τον κατέβαλε να τους σκοτώσει με την κοφτερή λεπίδα του σουγιά του, που κρεμόταν βαρύς κι αστραφτερός από τη ζώνη του. Κι ως πήγε να τον σύρει, ο ένας απ’ αυτούς φοβισμένος γύρισε πίσω και κρύφτηκε πάλι στον τάφο. Ο άλλος  όμως βγάζοντας μια οδυνηρή κραυγή κι αφού χάθηκε για λίγο μέσα σ’ ένα σύννεφο σκόνης που σήκωσε με τα ΄πόδια του, πήγε και στάθηκε τρέμοντας στην κορυφή ενός χωμάτινου σβώλου. Και εκεί σαν ένας μικρός δαίμονας διαστροφής, άφησε να κρέμεται απ’ το στόμα του μια ματωμένη και ακρωτηριασμένη μικρή μαύρη ταραντούλα.

          Ο Τσέχος τότε γέλασε με αυτή την αποτρόπαιη εικόνα που είδε και τη θεώρησε καλό σημάδι.  << Ο αρουραίος είναι  ο στρατιώτης της Φραγκιάς και η ταραντούλα ο κρυμμένος θησαυρός! Ο σβώλος με το χώμα το κάθε κάστρο το ισχυρό!  >> ψιθύρισε και κοίταξε γύρω του θριαμβευτικά.

          Η απόφαση είχε παρθεί. Από τότε με τη μανία της αναζήτησης των κρυμμένων θησαυρών μέσα του, επισκεπτόταν το ένα κάστρο μετά το άλλο κι αδιαμαρτύρητα έψαχνε τις κρύπτες τους για μια καλή και πλούσια σοδειά. Ο ίδιος έλεγε πως εκείνο που τον έκανε να ψάχνει για κρυμμένους θησαυρούς στα κάστρα ήταν οι θρύλοι. Οι θρύλοι που από πολύ παλιά μιλούσαν για τους αμύθητους αυτούς θησαυρούς που έφερναν οι κατακτητές μαζί τους και τις φύλαγαν στις κρύπτες τους ώσπου να φύγουν. Πολλές φορές όμως τους εγκατέλειπαν εκεί εξ αιτίας κάποιας απρόσμενης κακοτυχίας και τους αποχωρίζονταν. Ωστόσο ποτέ δεν έσβηναν την ελπίδα στους τυχοδιώκτες να τους κατακτήσουν.

          Η συμφωνία που εξουσιοδοτούσε τον Τσέχο επιχειρηματία να ριχτεί στο υπόγειο του κάστρου και ν’  αρχίσει το κυνήγι του χαμένου θησαυρού, έγινε πριν εφτά χρόνια με κάθε προφύλαξη και μυστικότητα. Ήταν τότε που περπατούσαν δίπλα - δίπλα, τυλιγμένοι στα χοντρά τους παλτά, δήμαρχος και επιχειρηματίας και αργά - αργά ανέβαιναν το καλντερίμι για την πάνω πόλη κουβεντιάζοντας χαμηλόφωνα μέσα στο πηχτό σκοτάδι.

          Το τσουχτερό κρύο ήταν ανυπόφορο και η υγρασία τους δυσκόλευε την όραση και την αναπνοή. Η σιωπή που απλωνόταν παντού τους μεγάλωνε το φόβο και τους ανέβαζε το συναίσθημα ανασφάλειας στο κατακόρυφο. Που και που τα δυνατά γαυγίσματα των σκύλων και οι κακόηχες  κρωξιές των πουλιών της νύχτας έκαναν τις καρδιές τους να χοροπηδούν άταχτα σαν τρελές.        

<< Να, εκεί είναι το σπίτι μου κι εκεί θα κλείσουμε τη συμφωνία του θησαυρού >> του είπε μ’ ένα ύφος φιλικό ο δήμαρχος σαν μπήκαν και  κατηφόρισαν στο στενό δρομάκι που οδηγούσε στην Πισωρούγα.

      Χαμογέλασε ο επιχειρηματίας και με μια ξενική ακαλαίσθητη προφορά του αποκρίθηκε με υπεροπτικό ύφος: << Για να  δούμε όμως τι θα βρούμε! >> και προσπάθησε μέσα στη νύχτα να διακρίνει τα ερείπια του κάστρου που ορθώνονταν στα δυτικά τους. Βάζοντας ύστερα ελαφρά το χέρι του πάνω στον ώμο του δημάρχου, συμπλήρωσε γρήγορα χωρίς περιστροφές: << Είναι  μια δουλειά δύσκολη κι επικίνδυνη. Πολλές φορές  κάθε ένα από τούτα τα ερείπια είναι ο τάφος μας! Κι όμως δεν τα προσπερνούμε αλλά τα πλησιάζουμε! >>

          Στο σπίτι του δημάρχου ο ξένος επισκέπτης έμεινε ως τα χαράματα. Είπαν πολλά και διάφορα και πριν κλείσουν τη συμφωνία σηκώθηκε ο δήμαρχος και δείχνοντας ανήσυχος και φοβισμένος πλησίασε το παράθυρο και στάθηκε κοντά του. Εκεί σαν κοίταξε έξω το πυκνό σκοτάδι κι αφουγκράστηκε το δυνατό σφύριγμα του αέρα, τράβηξε ύστερα την άκρη της κουρτίνας και έκρυψε το τζάμι. Το πυκνό τώρα χειμωνιάτικο σκοτάδι κρύφτηκε και οι τραγικές μεταμορφώσεις που προξενούσε στα δέντρα το λιγοστό φως του φωτισμού εξαφανίστηκαν. Τότε βρήκε την ευκαιρία  να πει: << Μη με θεωρήσεις φαντασιόπληκτο γι’ αυτό που θα σου πω, αλλά πρέπει να στο ομολογήσω. Ο θησαυρός σύμφωνα με το θρύλο βρίσκεται μέσα σ’ ‘ένα βαθύ πηγάδι είκοσι εφτά μέτρων και θεωρείται στοιχειωμένο. Όσοι επιχείρησαν να κατέβουν μέχρι σήμερα στο βυθό του βρήκαν φριχτό θάνατο, έμειναν όλοι εκεί και δε γύρισε κανένας. Στην αμμουδιά κάτω στην παραλία σε μια βυθισμένη βάρκα βρέθηκε μια περγαμηνή  με το έμβλημα των πειρατών που ανέφερε πως μια αποστολή τους στο κάστρο είχε άδοξο τέλος αφού το πηγάδι έθαψε εφτά συντρόφους τους, όλοι τους νέα παιδιά από είκοσι έως τριάντα ετών. Υποθέτω πως αυτό το ξέρεις καλά αλλά θεωρώ χρέος μου να σε πληροφορήσω για τις δυσκολίες της αποστολής αφού στο κρυμμένο θησαυρό  που θα βρεις μερίδιο έχω κι εγώ >>.

           << Χα ! Χα! >>  έκανε ο Τσέχος, για να συμπληρώσει με μια ιερογλυφική έκφραση στα σκοτεινά του μάτια: << Σημασία έχει πως οι πειρατές  δε βρήκαν το θησαυρό! Αυτές οι μάταιες προσπάθειες που κάνουν πολλοί για να τον ανακαλύψουν να ξέρεις πως γεννούν μόνο καλό σε μας γιατί βεβαιώνουν πως ο θησαυρός υπάρχει και δεν είναι ανύπαρκτος! >>

         Αφού σταμάτησε και πήρε μια βαθιά ανάσα, συνέχισε με μια αινιγματική έκφραση: << Όμως ας σταματήσουμε εδώ τις φλυαρίες κι ας μου επιτρέπεις να αποκαλύψω κάτι πολύ σημαντικό >> και με μια γρήγορη κίνηση έβαλε το χέρι στον κόρφο του κι έβγαλε ένα κιτρινισμένο χαρτί. Σαν το άπλωσε  με ιδιαίτερη προσοχή πάνω στο τραπέζι, πρόσθεσε, σκύβοντας  πάνω  του με  σεβασμό :  << Για  κοίταξε  εδώ! >>

          Ο δήμαρχος έσκυψε κι άρχισε να το παρατηρεί. Ήταν παλιό και φθαρμένο μ’  ένα σκίτσο νεκροκεφαλής κοντά στο ερειπωμένο κάστρο του φόντου.  Στο κάτω μέρος και στ’ αριστερά  ήταν σημειωμένο με βέλος μια γραφή με τα στοιχεία  27 +  Ι432.

          << Οι χαρακτήρες  αυτοί σημαίνουν πολλά πράγματα για μας >> ψιθύρισε ο Τσέχος και άρχισε να του εξηγεί : << Το 27 σημαίνει το βάθος του πηγαδιού που είναι κρυμμένος ο θησαυρός, ο σταυρός το σύμβολο των Φράγκων χριστιανών και ο αριθμός Ι432 την πιθανή χρονολογία που έφυγαν από το κάστρο και εγκατέλειψαν το θησαυρό >>.

          Έξω χάραζε. Ήταν τα τελευταία λόγια του τυχοδιώκτη σ’ εκείνη τη συνάντησή τους. Από τότε είχαν περάσει εφτά χρόνια και καμία αξίωση ή επιθυμία δεν είχε εκφράσει για επικείμενη επιχείρηση ανεύρεσης του θησαυρού ώσπου η είδηση πως μια ομάδα τυχοδιωκτών θα ανέβαινε στο κάστρο τούτες τις μέρες έπεσε σαν βόμβα στα κεφάλια των κατοίκων και τους έκανα άνω κάτω.

          Έτσι αν και πολλοί δεν μπορούσαν να πιστέψουν ότι αυτό θα συνέβαινε και θεωρούσαν πως η φήμη παράμενε πάντα μετέωρη στο σκοτάδι, εντούτοις ήταν φανερό πως ζητούσαν να διακρίνουν μέσα από κάποια χαραμάδα έστω και μια αχνή αχτίδα αλήθειας για όσα επρόκειτο να συμβούν. Με την αγωνία λοιπόν να δουν κάτι αληθινό σε όσα διαδίδονταν, έκαναν πολλά βήματα εκείνο το κρύο πρωινό του Οκτώβρη ώσπου να φτάσουν έξω από την πόρτα του κάστρου και να επιβεβαιώσουν ιδίοις όμμασι τα δρώμενα.

          Και τότε πραγματικά είδαν την ομάδα των τυχοδιωκτών, από δεκατρείς ψηλούς και γεροδεμένους νέους άνδρες, με στολές εκστρατείας και εργαλεία εκσκαφής να τους προσπερνούν και παρακάμπτοντας τα δυο μαρμάρινα λιοντάρια που διακοσμούσαν την είσοδο του κάστρου, να περνούν την πόρτα του και να κατευθύνονται με αργό βηματισμό στην πρώτη ευρύχωρη ντάπια του. Από τότε δεν τους ξαναείδαν παρά σαν πέρασαν δεκατέσσερις μέρες.  Ήταν τότε που ο εργοδηγός  ένα φθινοπωρινό σούρουπο με δυνατό βοριά και θλιβερό μούχρωμα στον ουρανό της πόλης, καθισμένος έξω από το κάστρο και κάτω από τον πλάτανο τους διηγιόταν με φοβισμένο πρόσωπο τις πολλές τους κακοτυχίες που περνούσαν ψάχνοντας για το θησαυρό. Φαινόταν καταπονημένος και εκνευρισμένος όση ώρα διηγιόταν  και τα μάτια του ήταν πάντα καρφωμένα στο κάστρο  γεμάτα θλίψη και πόνο. Η όψη του γερασμένου προσώπου του ήταν πεισματικά σκληρή κι άγρια και μια ανατριχιαστική αίσθηση από όσα συνέβαιναν στα υπόγεια του κάστρου, διαπερνούσε το σκοτεινό βλέμμα του.

          Όμως παρόλα αυτά τους τα διηγιόταν με μαεστρία κι εύκολα καταλάβαινες πως δεν ήταν μυθοπλασίες αλλά πραγματικές αναφορές. Τους έλεγε λοιπόν πως σαν βρήκαν το πηγάδι με τον υποτιθέμενο κρυμμένο θησαυρό έπρεπε αμέσως να ελέγξουν το έδαφος για να βεβαιωθούν αν υπήρχε νερό ή όχι. Άρχισαν έτσι οι εκσκαφές για ν’ απομακρυνθούν   τα   χώματα με  τους ειδικούς  μεγάλους κάδους  Όσο  όμως  προχωρούσαν στο βάθος  οι εργάτες δυσκολεύονταν να φέρουν το σκαμμένο χώμα πάνω. Τότε χρησιμοποίησαν τα καρούλια από τα οποία κρεμούσαν τα σχοινιά με τους κάδους. Με το βίντζι ύστερα τους ανέβαζαν πάνω και τους άδειαζαν. Δυστυχώς όμως μια μέρα ένα ατύχημα στοίχισε τη ζωή ενός εργάτη. Ένας γεμάτος κάδος τον χτύπησε στο κεφάλι και τον άφησε στον τόπο.

          Οι εργασίες όμως συνεχίστηκαν με μεγαλύτερες δυσκολίες γιατί βρήκαν νερό που ανακατεμένο με το χώμα είχε δημιουργήσει τόνους από λάσπη. Έπρεπε ασταμάτητα ν’ αντλούν το νερό και να μεγαλώνουν  το βάθος, βγάζοντας τη λάσπη.  Ο αέρας όμως άρχισε κάποια στιγμή να χάνει το οξυγόνο του και πολλοί εργάτες λιποθύμησαν. Τότε βρήκαν τη μέθοδο του χωνιού για να τους γλιτώσουν. Το μεγάλο αυτό χωνί φτιαγμένο από ύφασμα αερόστατου κατέβαζε κάτω τον ανανεωμένο αέρα.  Μεγάλη όμως δυσκολία, τους έλεγε, συνάντησαν, στα βραχώδη πετρώματα των τοιχωμάτων του πηγαδιού. Δεν επιτρεπόταν να κάνουν τη διάνοιξη με φουρνέλα γιατί ήταν άκρως επικίνδυνο. Έτσι οι βράχοι γκρεμίζονταν μόνο με βαριές και τσαπιά. Το σκοτάδι πάλι ήταν το μεγάλο τους πρόβλημα. Το εξουδετέρωσαν  με καθρέφτες αλλά και πάλι το πρόβλημα δε λύθηκε στη ρίζα του.

          Εδώ σταμάτησε την αφήγησή του για να βυθιστεί σ’ έναν λογισμό για λίγο. Ύστερα συνέχισε με θαυμαστή πάλι ακρίβεια των λόγων του να λέει:

          << Έχουμε όμως να αντιμετωπίσουμε και τα ερπετά του βάθους. Τις τεράστιες μαύρες σαύρες  και τα μεγάλα και δηλητηριώδη φίδια που τυλίγονται στα πόδια μας και μας απειλούν θανάσιμα.    Μια νύχτα καθώς στεκόμουν κοντά σε μια ξύλινη εργαλειοθήκη, τράβηξε την προσοχή μου ένα μαύρο πράγμα, κουλουριασμένο σ’ ένα μικρό στρογγυλό βράχο, που γυάλιζε εντυπωσιακά στο λιγοστό φως που υπήρχε. Κοιτούσα για αρκετή ώρα αυτό το παράξενο πράγμα που μου έκανε ιδιαίτερη εντύπωση αλλά και έκπληξη και αναρωτιόμουν τι να ήταν. Το πλησίασα και χωρίς και πολλή σκέψη το άγγιξα με το χέρι μου. Και τότε ένιωσα ένα δυνατό τσίμπημα στο δεξί μου αντίχειρα που πάγωσε το αίμα μου, θα έλεγα, από τον πόνο και το φόβο μου. Κι αμέσως βλέπω να ξετυλίγεται ένα πελώριο φίδι και να χάνεται σφυρίζοντας ανάμεσα στις σκόνες και τα χώματα. Αμέσως κι ενώ τρομοκρατημένος πήγα να λιποθυμήσω, ένας εργάτης προσφέρθηκε και μου έδωσε τις πρώτες βοήθειες. Ωστόσο σε λίγο το δάχτυλό μου έγινε τούμπανο. Πρήστηκε και γέμισε κόκκινες φλύκταινες και μελανές γραμμές. Με πονούσε αφάνταστα κι έδειχνε πως όσο κι αν το φρόντιζα θα μου γινόταν όσο περνούσε η ώρα ένας φριχτός εφιάλτης.  Τότε απελπισμένος άπλωσα το χέρι μου και με πλήρη συναίσθηση της τραγικότητας που βρισκόμουνα, έδειξα στους υπόλοιπους εργάτες το λιωμένο σχεδόν χέρι μου. Αυτό τους προκάλεσε τρόμο που στο θάμπος του λιγοστού φωτός, οι σκιές στα πρόσωπά τους φαίνονταν σαν τεθλασμένες και δυσδιάκριτες  ρωγμές.  Ο δε νους τους ταράχτηκε τόσο πολύ που μερικοί έδειξαν έτοιμοι να σωριαστούν κάτω >>.

          Τότε ένας μακρόσυρτος ήχος ακούστηκε από τα χείλη του εργοδηγού, που συμπλήρωσε με μια θλιβερή ειρωνεία: << Σας είπα απλά μια σειρά από γεγονότα που αντιμετωπίσαμε >> και με μια λιγότερη ευφάνταστη τώρα διάθεση, συνέχισε: << Η λαϊκή πίστη πως υπάρχει μια υπόγεια σήραγγα που οδηγεί στη θάλασσα, μας έκανε να υπερασπιστούμε τη σοβαρότητά της και να ψάξουμε κι εκεί για τον κρυμμένο θησαυρό. Όμως τα εμφανή ίχνη που βρήκαμε από σκελετούς ανθρώπινους, μας ανησυχεί γιατί θεωρούμε πως κάποιο στοιχειό υπάρχει εκεί που προξενεί τους θανάτους. Παρά όμως τους φόβους μας αποφασίσαμε τελικά να στείλουμε δυο άντρες σήμερα το πρωί σ’ αυτή την κολασμένη υπόγεια σήραγγα, ρισκάροντας  ακόμη και τη ζωή τους.

          Ο συσχετισμός του τόπου και του χρόνου μ’ έπεισε πως κάτι καλό θα βγει απ’  αυτή την επιχείρηση. Έτσι πήρα και την απόφαση να σας διηγηθώ αυτή τη σπουδαία μας αποστολή, για να ανακουφιστώ απ΄ το αβάσταχτο βάρος που νιώθω για την τύχη των αντρών. Γιατί πολλοί από τους συνεργάτες μου με κατηγορούν πως αυτό που κάνω είναι μια κρίση παράνοιας και πως μέσα από το άπληστο πάθος μου για το κέρδος δε διστάζω να στείλω και μερικούς στον τάφο! >>

          Μια κραυγή όμως που ακούστηκε από την ντάπια του κάστρου τον έκανε να σταματήσει την αφήγηση και να στρέψει προς τα εκεί το κεφάλι του.  Και σαν η λέξη << φωτιά! >> επαναλήφθηκε πολλές φορές, σηκώθηκε έντρομος και κίνησε προς την πόρτα του κάστρου. Έτσι λίγο πριν την περάσει, στράφηκε και  με μια αρχέγονη κι ενστικτώδη  σκέψη τους ψιθύρισε, βαριά προβληματισμένος:

          << Δε θα προσπαθήσω ν’ ανακαλύψω μια αλληλουχία του αιτίου που είναι ο θησαυρός και του αποτελέσματος που είναι  η καταστροφή, αλλά μπορώ να μαντέψω πως τα γεγονότα  με τρομάζουν! >> και κουνώντας ζωηρά το κεφάλι του, έτρεξε γρήγορα για την κορυφή της ντάπιας.

        ellinikoxronografima.blogspot.gr